10 Αυγούστου, ώρα 07:00
Η κολλητή μου κι εγώ μόλις ξυπνήσαμε (εντάξει εντάξει, εγώ ίσως να ξύπνησα πιο αργά) και ετοιμαζόμαστε για το ταξίδι με το πλοίο που θα μας μεταφέρει από τη Σούδα στον Πειραιά.
10 Αυγούστου, ώρα 8 και κάτι
Φτάνουμε στο λιμάνι και με απογοήτευση συνειδητοποιούμε πως το πλοίο μας είναι το ΛΑΤΩ και όχι ο ΕΛΥΡΟΣ, όπως είχαμε κλείσει στα εισιτήρια. Δε θα υπήρχε πρόβλημα εάν το ΛΑΤΩ συγκριτικά με το ΕΛΥΡΟΣ δεν ήταν πολύ κατώτερο, σαν να συγκρίνεις ένα πεντάστερο ξενοδοχείο και ένα με δύο αστέρια, ας πόυμε. Αφού ξεπερνάμε την αρχική μας σύγχυση, βολευόμαστε σε κάτι πολυθρόνες και περιμένουμε να περάσουνε οι ώρες που χρειάζονται για να φτάσουμε Πειραιά.
10 Αυγούστου, ώρα 18:10
Μετά από ατελείωτες ώρες σταυρόλεξων και τηλεόρασης, το πλοίο φτάνει στο λιμάνι του Πειραιά. Εγώ και η κολλητή είμαστε στις σκάλες του πλοίου που οδηγούν στην έξοδο και περιμένουμε να ανοίξουνε οι πόρτες. Η ζέστη εξαιρετικά εκνευριστική (δύσκολο να ξεσυνηθίσεις το δροσερό κλίμα του χωριού μου) και η αναμονή σαν να έπαιζε με τα νεύρα μου.
10 Αυγούστου, ώρα 18:35
Επιτέλους μας αφήνουν να βγούμε από το πλοίο και με δύο τσάντες πλάτης από 10 κιλά η κάθε μία, ξεκινάμε την αναζήτηση του μεταφορικού μέσου που θα μας οδηγήσει στο The Mall. Βρίσκουμε ένα περίπτερο (με έναν πολύ ωραίο περιπτερά), τον ρωτάμε και για κακή μας τύχη μας λέει ότι πρέπει να διασχίσουμε όλο το λιμάνι και να πάμε από την άλλη μεριά για να πάρουμε τον ηλεκτρικό και να κατέβουμε στη στάση Νεραντζιώτισσα. Μερικά λεπτά ιδρώτα αργότερα είμαστε στον ηλεκτρικό ενώ στα μεγάφωνα μια γυναικεία φωνή μας ανακοινώνει πως στην στάση Ομόνοια πρέπει να κατέβουμε και να ανέβουμε σε άλλον ηλεκτρικό για να συνεχίσουμε τη διαδρομή μας. Προσωρινά χαρούμενη που βρήκα μέρος να κάτσω (μαζί με την κολλητή πάντα) μετράω τις στάσεις για Ομόνοια.
10 Αυγούστου, γύρω στις 19:30
Το τεράστιο εμπορικό στέκεται αγέρωχο μπροστά μας. Για λίγο νιώθω μια μικρή ανακούφιση που επιτέλους φτάσαμε τον προορισμό μας μέχρι που η 10κιλη τσάντα μου μου θυμίζει πόσο ενοχλητική μπορεί να γίνει.
10 Αυγούστου, ώρα 21:00
Μετά από μερικά ψώνια και ένα δωράκι στην κολλητή, καθόμαστε στα Goody's και τρώμε. Νιώθω να έχω αναπτύξει υπερτροφικούς μύες στους ώμους μου και δεν έχω καμία διάθεση να εγκαταλείψω την καρέκλα στην οποία κάθομαι.
10 Αυγούστου, ώρα 23:55
Στο τραίνο για Θεσσαλονίκη, καθόμαστε στις θέσεις μας, αντικρυστά εγώ με την κολλητή. Το τραίνο είναι το απλό με τα κουπέ στα πρώτα βαγόνια (ξέρετε σαν αυτά του τραίνου του Χάρι Πότερ). Δίπλα μας οι θέσεις κενές και παραδίπλα κάθεται, αντικρυστά και αυτό, ένα ζευγάρι μεσήλικων. Ο άντρας άρρωστος, γυμνός από πάνω με μια ελαφριά μυρωδιά ιδρωτίλας και με μια κοιλιά που είχε φτάσει Θεσσαλονίκη πριν καν ξεκινήσει το τραίνο. Βαριανάσαινε και μιλούσε κάπως περίεργα, αλλά πέρα από αυτό, δεν μας απασχόλησε.
11 Αυγούστου, αργότερα
Περιμένουμε με την κολλητή να έρθουν για έλεγχο εισιτηρίων όταν στα ξαφνικά ένας Πακιστανός (ή κάτι σχετικό) μπουκάρει στο κουπέ μας και κάθεται στην κενή θέση δίπλα στην κολλητή. Φοράει γυαλιά ηλίου μέσα στο σκοτάδι του τραίνου και εννοείται δεν έχει εισιτήριο για τη θέση στην οποία κάθησε. Λίγο μετά, ακούγονται φωνές. Μία κοπέλα περνάει από το διάδρομο βιαστικά φωνάζοντας "ΔΕΣ! ΜΟΥ ΤΑ ΠΗΡΕ!" ενώ μια άλλη την ακολουθεί κλαίγοντας και λέγοντας "Όχι.. όχι.. αυτά είναι δικά μου πράγματα.. σας παρακαλώ... δεν πήρα τίποτα". Η κολλητή αηδιασμένη μου στέλνει μήνυμα στο κινητό να φύγουμε και να πάμε να κάτσουμε στην τραπεζαρία του τραίνου. Καθώς βγαίνω από το κουπέ μου και περιμένω την κολλητή να πάρει κάποια πράγματα μαζί της, ακούω από την αρχή του βαγονιού έναν άντρα να φωνάζει "ΘΑ ΣΑΣ ΓΑΜΗΣΩ ΚΑΙ ΤΙΣ ΔΥΟ ΕΔΩ ΚΑΙ ΤΩΡΑ! ΓΑΜΩ ΤΟ ΜΠΕΛΑ ΜΟΥ! ΕΓΩ ΣΑΣ ΦΡΟΝΤΙΣΑ ΚΑΙ ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΠΟΥ ΚΑΝΕΤΕ! ΣΚΑΣΤΕ! ΣΚΑΣΤΕ ΤΩΡΑ ΜΗ ΣΑΣ ΓΑΜΗΣΩ!", η μία κοπέλα να μυξοκλαίει και η άλλη να λέει "Έχεις δίκιο... ναι μας φρόντισες... μου πήρε τα πράγματα, μου πήρε τα λεφτά". Ο άντρας συνεχίζει λέγοντας "ΔΕ ΜΕ ΝΟΙΑΖΕΙ! ΣΚΑΣΤΕ! ΔΕ ΜΕ ΝΟΙΑΖΕΙ ΤΙ ΣΟΥ ΠΗΡΕ! ΘΑ ΣΑΣ ΚΑΤΕΒΑΣΩ ΑΠΟ ΤΟ ΤΡΑΙΝΟ!". Η πρώτη κοπέλα να λέει κλαίγοντας "Σας παρακαλώ δεν έκανα τίποτα, μόνο λίγα λεφτά θέλω", η άλλη κοπέλα να λέει "ΛΕΦΤΑ ΘΕΛΕΙ! Για να κάνει ζήτα...". Από εκεί και πέρα δεν άκουω κάτι άλλο γιατί μαζί με την κολλητή ξεκινάμε τη διαδρομή για το κυλικείο. Εδώ να σημειώσω ότι τα εισιτήριά μας ήταν "Α θέσης".
11 Αυγούστου, μετά από αυτό
Βρισκόμαστε στην τραπεζαρία η οποία έχει κυρίως μαύρους, Πακιστανούς και γενικότερα αλλοδαπούς. Δεν είμαι ρατσίστρια, απλά για δύο μικρές κοπέλες να περιτριγυρίζονται από τόσους ξένους, ξημερώματα, είναι το λιγότερο άβολο. Στον τοίχο βλέπουμε ένα σημείωμα που λέει "ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΦΑΓΗΤΟ". Η κολλητή λέει να κάτσουμε, αγνοώντας το σημείωμα. Μόλις καθόμαστε άλλο ένα σημείωμα από πίσω μας υπενθυμίζει πως "...οι θέσεις δεν είναι επιβατικές" και πως "...είναι μόνο για φαγητό". Αγνοούμε και το δεύτερο σημείωμα, για να οδηγήσει η παρατήρηση του σερβιτόρου και η αποχώρησή μας από την 'τραπεζαρία'.
11 Αυγούστου, μετά από το παραπάνω
Βρισκόμαστε στο δεύτερο βαγόνι του τραίνου και πάμε να ανοίξουμε τις πόρτες για να πάμε στο δικό μας, δηλαδή στο πρώτο. Δύο τύποι που στεκόντουσαν κοντά μας ενημερώνουν ότι έκλεισαν την πόρτα του 1ου βαγονιού διότι έγιναν κάτι φασαρίες προηγουμένως. Απηυδυσμένες και εκνευρισμένες κατευθυνόμαστε ξανά προς το κυλικείο, μετά από προτροπή των προαναφερθέντων, και ρωτάμε τους εκεί υπεύθυνους τι μπορούμε να κάνουμε. Ένας από τους δύο υπεύθυνους μας λέει να πάμε να χτυπήσουμε την πόρτα ώστε να μας ακούσει ο υπεύθυνος του βαγονιού και να μας ανοίξει. Ακόμα περισσότερο εκνευρισμένες και τρελαμένες, βρισκόμαστε πάλι στις πόρτες του δεύτερου και του πρώτου βαγονιού. Ανοίγω την πόρτα του δεύτερου βαγονιού και πάω να χτυπήσω την πόρτα του πρώτου. Ο θόρυβος λόγω της κίνησης του τραίνου να είναι εκκωφαντικός και σκέφτομαι πως θα είναι αδύνατο να μας ακούσει ο υπεύθυνος, εδώ εγώ η ίδια δεν ακούω. Ένας από τους δύο τύπους που μας βοήθησαν πριν, ο οποίος είμαι 90% σίγουρη ότι ήταν ναρκομανής, ήρθε να βοηθήσει στο "χτύπημα" της πόρτας. Για καλή μας τύχη (πρώτη φορά σε αυτό το ταξίδι) ο υπεύθυνος άκουσε και μας έβαλε μέσα. AMEN TO THAT!
11 Αυγούστου, αρκετά αργότερα
11 Αυγούστου, τι τύχη...
Κλείνω τα μάτια μου και προσπαθώ να κοιμηθώ. Ξαφνικά ακούω κάποιον να χτυπάει την πόρτα. Αποφασίζουμε ομόφωνα να τον αγνοήσουμε. Στη συνέχεια ο άγνωστος προσπαθεί να ανοίξει την πόρτα. Επιμένει αρκετά, οπότε αποφασίζουμε να ανοίξουμε τις κουρτίνες να δούμε μήπως τυχόν είναι ο ελεγκτής ή κάποιος που έχει εισιτήριο για το κουπέ μας. Βλέπουμε ένα μπλε πουκάμισο και θεωρώντας πως είναι ο ελεγκτής ανοίγω, για να συνειδητοποιήσουμε δευτερόλεπτα αργότερα, και αργά για οποιαδήποτε κίνηση, ότι ήταν ο Πακιστανός φίλος μας. Μπαίνει ξανά μέσα στο κουπέ και όλοι μας προσπαθούμε να τον διώξουμε λέγοντας πως οι θέσεις είναι κλεισμένες. Αφού ο Πακιστανός φαινόνταν να μην ακούει, αναλαμβάνει ο άντρας του κουπέ να τον διώξει. Την ίδια στιγμη η αγανακτισμένη κολλητή σηκώνεται για να ειδοποιήσει τον υπεύθυνο. Στο μεταξύ, ο κύριος που ήταν μαζί μας στο κουπέ καταφέρνει να τον διώξει και εμείς βρίσκουμε για άλλη μια φορά την πολυχαμένη ησυχία μας.
11 Αυγούστου, κι άλλο;
Μετά από κάποια ώρα έρχεται στο κουπέ μας μια κυρία η οποία όμως είχε εισιτήριο για τη θέση στην οποία κάθησε. Κάποια στιγμή άρχισε να μας λέει για ένα μοναχό με τον οποίο συνεργάζεται και βγάζουν βιβλία (έχουν βγάλει δύο έως τώρα). Στη συνέχεια μας ενημέρωσε ότι ο συγκεκριμένος έχει και σελίδα στο ίντερνετ την οποία φρόντισε να μας δώσει. Συνέχισε λέγοντας πως αυτός ο άνθρωπος του θεού με τον οποίο συνεργάζεται είναι σαλός (όπως λέμε σαλεμένος;) και πως έχει ένα θέμα με τις γυναίκες αλλά πως όλοι εκείνοι που τον γνωρίζουν, ξέρουν πως είναι καλός άνθρωπος. Λαμβάνω μήνυμα από την κολλητή μου ξανά το οποίο έλεγε "ΠΕΣ ΜΟΥ! Σε τι τραίνο έχουμε μπει;;;;".
"Στο τραίνο των τρελών!" της απαντώ.
11 Αυγούστου, 06:38
Η χαρά μας που φτάσαμε στα πάτρια εδάφη σώες και αβλαβείς ήταν τόσο μεγάλη που η καθυστέρηση των 40 λεπτών δεν κατάφερε να γίνει θέμα συζήτησης. Η οικογένεια της κολλητής μας περιμένει έξω από τον σταθμό και μας οδηγεί σπίτι.
11 Αυγούστου, για μένα είχε και συνέχεια
Φτάνω στην πόρτα του διαμερίσματός όπου μένω, αφήνω την 10κιλη τσάντα στο πάτωμα και βγάζω τα κλειδιά μου. Τα βάζω στην κλειδαριά αλλά κάπου κολλάνε. Προσπαθώ μία. Προσπαθώ δυο. Προσπαθώ τρεις. Αδυνατώ να ανοίξω την πόρτα. Σκέφτομαι πως δεν μπορεί να μου συμβαίνει αυτό. Ήμουν άυπνη για 24 ώρες και τώρα δεν μπορούσα να ανοίξω την πόρτα του σπιτιού μου. Κάνω αναπάντητη στη μάνα μου. Προσπαθώ πάλι. Τίποτα. Με νεύρα και περίσσια δύναμη βάζω πάλι το κλειδί στην πόρτα και αυτή τη φορά το καταφέρνω να μπει όλο. Η κλειδαριά δε γυρνάει. Προσπαθώ να το βγάλω, αλλά κολλάει. Λες και κάποιος είχε ρίξει κόκα κόλα και η κλειδαριά κολλούσε. Βάζω πάλι το κλειδί στην πόρτα και αυτή τη φορά, Ω ΝΑΙ, καταφέρνω να την ανοίξω.
Καθησυχάζω τη μάνα μου που πήρε μερικά λεπτά αργότερα και πέφτω αμέσως για ύπνο.
Τα βάσανα τελείωσαν. Ήρθε ώρα να ξεκουραστώ!
Η κολλητή μου κι εγώ μόλις ξυπνήσαμε (εντάξει εντάξει, εγώ ίσως να ξύπνησα πιο αργά) και ετοιμαζόμαστε για το ταξίδι με το πλοίο που θα μας μεταφέρει από τη Σούδα στον Πειραιά.
10 Αυγούστου, ώρα 8 και κάτι
Φτάνουμε στο λιμάνι και με απογοήτευση συνειδητοποιούμε πως το πλοίο μας είναι το ΛΑΤΩ και όχι ο ΕΛΥΡΟΣ, όπως είχαμε κλείσει στα εισιτήρια. Δε θα υπήρχε πρόβλημα εάν το ΛΑΤΩ συγκριτικά με το ΕΛΥΡΟΣ δεν ήταν πολύ κατώτερο, σαν να συγκρίνεις ένα πεντάστερο ξενοδοχείο και ένα με δύο αστέρια, ας πόυμε. Αφού ξεπερνάμε την αρχική μας σύγχυση, βολευόμαστε σε κάτι πολυθρόνες και περιμένουμε να περάσουνε οι ώρες που χρειάζονται για να φτάσουμε Πειραιά.
10 Αυγούστου, ώρα 18:10
Μετά από ατελείωτες ώρες σταυρόλεξων και τηλεόρασης, το πλοίο φτάνει στο λιμάνι του Πειραιά. Εγώ και η κολλητή είμαστε στις σκάλες του πλοίου που οδηγούν στην έξοδο και περιμένουμε να ανοίξουνε οι πόρτες. Η ζέστη εξαιρετικά εκνευριστική (δύσκολο να ξεσυνηθίσεις το δροσερό κλίμα του χωριού μου) και η αναμονή σαν να έπαιζε με τα νεύρα μου.
10 Αυγούστου, ώρα 18:35
Επιτέλους μας αφήνουν να βγούμε από το πλοίο και με δύο τσάντες πλάτης από 10 κιλά η κάθε μία, ξεκινάμε την αναζήτηση του μεταφορικού μέσου που θα μας οδηγήσει στο The Mall. Βρίσκουμε ένα περίπτερο (με έναν πολύ ωραίο περιπτερά), τον ρωτάμε και για κακή μας τύχη μας λέει ότι πρέπει να διασχίσουμε όλο το λιμάνι και να πάμε από την άλλη μεριά για να πάρουμε τον ηλεκτρικό και να κατέβουμε στη στάση Νεραντζιώτισσα. Μερικά λεπτά ιδρώτα αργότερα είμαστε στον ηλεκτρικό ενώ στα μεγάφωνα μια γυναικεία φωνή μας ανακοινώνει πως στην στάση Ομόνοια πρέπει να κατέβουμε και να ανέβουμε σε άλλον ηλεκτρικό για να συνεχίσουμε τη διαδρομή μας. Προσωρινά χαρούμενη που βρήκα μέρος να κάτσω (μαζί με την κολλητή πάντα) μετράω τις στάσεις για Ομόνοια.
10 Αυγούστου, γύρω στις 19:30
Το τεράστιο εμπορικό στέκεται αγέρωχο μπροστά μας. Για λίγο νιώθω μια μικρή ανακούφιση που επιτέλους φτάσαμε τον προορισμό μας μέχρι που η 10κιλη τσάντα μου μου θυμίζει πόσο ενοχλητική μπορεί να γίνει.
10 Αυγούστου, ώρα 21:00
Μετά από μερικά ψώνια και ένα δωράκι στην κολλητή, καθόμαστε στα Goody's και τρώμε. Νιώθω να έχω αναπτύξει υπερτροφικούς μύες στους ώμους μου και δεν έχω καμία διάθεση να εγκαταλείψω την καρέκλα στην οποία κάθομαι.
10 Αυγούστου, ώρα 23:55
Στο τραίνο για Θεσσαλονίκη, καθόμαστε στις θέσεις μας, αντικρυστά εγώ με την κολλητή. Το τραίνο είναι το απλό με τα κουπέ στα πρώτα βαγόνια (ξέρετε σαν αυτά του τραίνου του Χάρι Πότερ). Δίπλα μας οι θέσεις κενές και παραδίπλα κάθεται, αντικρυστά και αυτό, ένα ζευγάρι μεσήλικων. Ο άντρας άρρωστος, γυμνός από πάνω με μια ελαφριά μυρωδιά ιδρωτίλας και με μια κοιλιά που είχε φτάσει Θεσσαλονίκη πριν καν ξεκινήσει το τραίνο. Βαριανάσαινε και μιλούσε κάπως περίεργα, αλλά πέρα από αυτό, δεν μας απασχόλησε.
11 Αυγούστου, αργότερα
Περιμένουμε με την κολλητή να έρθουν για έλεγχο εισιτηρίων όταν στα ξαφνικά ένας Πακιστανός (ή κάτι σχετικό) μπουκάρει στο κουπέ μας και κάθεται στην κενή θέση δίπλα στην κολλητή. Φοράει γυαλιά ηλίου μέσα στο σκοτάδι του τραίνου και εννοείται δεν έχει εισιτήριο για τη θέση στην οποία κάθησε. Λίγο μετά, ακούγονται φωνές. Μία κοπέλα περνάει από το διάδρομο βιαστικά φωνάζοντας "ΔΕΣ! ΜΟΥ ΤΑ ΠΗΡΕ!" ενώ μια άλλη την ακολουθεί κλαίγοντας και λέγοντας "Όχι.. όχι.. αυτά είναι δικά μου πράγματα.. σας παρακαλώ... δεν πήρα τίποτα". Η κολλητή αηδιασμένη μου στέλνει μήνυμα στο κινητό να φύγουμε και να πάμε να κάτσουμε στην τραπεζαρία του τραίνου. Καθώς βγαίνω από το κουπέ μου και περιμένω την κολλητή να πάρει κάποια πράγματα μαζί της, ακούω από την αρχή του βαγονιού έναν άντρα να φωνάζει "ΘΑ ΣΑΣ ΓΑΜΗΣΩ ΚΑΙ ΤΙΣ ΔΥΟ ΕΔΩ ΚΑΙ ΤΩΡΑ! ΓΑΜΩ ΤΟ ΜΠΕΛΑ ΜΟΥ! ΕΓΩ ΣΑΣ ΦΡΟΝΤΙΣΑ ΚΑΙ ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΠΟΥ ΚΑΝΕΤΕ! ΣΚΑΣΤΕ! ΣΚΑΣΤΕ ΤΩΡΑ ΜΗ ΣΑΣ ΓΑΜΗΣΩ!", η μία κοπέλα να μυξοκλαίει και η άλλη να λέει "Έχεις δίκιο... ναι μας φρόντισες... μου πήρε τα πράγματα, μου πήρε τα λεφτά". Ο άντρας συνεχίζει λέγοντας "ΔΕ ΜΕ ΝΟΙΑΖΕΙ! ΣΚΑΣΤΕ! ΔΕ ΜΕ ΝΟΙΑΖΕΙ ΤΙ ΣΟΥ ΠΗΡΕ! ΘΑ ΣΑΣ ΚΑΤΕΒΑΣΩ ΑΠΟ ΤΟ ΤΡΑΙΝΟ!". Η πρώτη κοπέλα να λέει κλαίγοντας "Σας παρακαλώ δεν έκανα τίποτα, μόνο λίγα λεφτά θέλω", η άλλη κοπέλα να λέει "ΛΕΦΤΑ ΘΕΛΕΙ! Για να κάνει ζήτα...". Από εκεί και πέρα δεν άκουω κάτι άλλο γιατί μαζί με την κολλητή ξεκινάμε τη διαδρομή για το κυλικείο. Εδώ να σημειώσω ότι τα εισιτήριά μας ήταν "Α θέσης".
11 Αυγούστου, μετά από αυτό
Βρισκόμαστε στην τραπεζαρία η οποία έχει κυρίως μαύρους, Πακιστανούς και γενικότερα αλλοδαπούς. Δεν είμαι ρατσίστρια, απλά για δύο μικρές κοπέλες να περιτριγυρίζονται από τόσους ξένους, ξημερώματα, είναι το λιγότερο άβολο. Στον τοίχο βλέπουμε ένα σημείωμα που λέει "ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΦΑΓΗΤΟ". Η κολλητή λέει να κάτσουμε, αγνοώντας το σημείωμα. Μόλις καθόμαστε άλλο ένα σημείωμα από πίσω μας υπενθυμίζει πως "...οι θέσεις δεν είναι επιβατικές" και πως "...είναι μόνο για φαγητό". Αγνοούμε και το δεύτερο σημείωμα, για να οδηγήσει η παρατήρηση του σερβιτόρου και η αποχώρησή μας από την 'τραπεζαρία'.
11 Αυγούστου, μετά από το παραπάνω
Βρισκόμαστε στο δεύτερο βαγόνι του τραίνου και πάμε να ανοίξουμε τις πόρτες για να πάμε στο δικό μας, δηλαδή στο πρώτο. Δύο τύποι που στεκόντουσαν κοντά μας ενημερώνουν ότι έκλεισαν την πόρτα του 1ου βαγονιού διότι έγιναν κάτι φασαρίες προηγουμένως. Απηυδυσμένες και εκνευρισμένες κατευθυνόμαστε ξανά προς το κυλικείο, μετά από προτροπή των προαναφερθέντων, και ρωτάμε τους εκεί υπεύθυνους τι μπορούμε να κάνουμε. Ένας από τους δύο υπεύθυνους μας λέει να πάμε να χτυπήσουμε την πόρτα ώστε να μας ακούσει ο υπεύθυνος του βαγονιού και να μας ανοίξει. Ακόμα περισσότερο εκνευρισμένες και τρελαμένες, βρισκόμαστε πάλι στις πόρτες του δεύτερου και του πρώτου βαγονιού. Ανοίγω την πόρτα του δεύτερου βαγονιού και πάω να χτυπήσω την πόρτα του πρώτου. Ο θόρυβος λόγω της κίνησης του τραίνου να είναι εκκωφαντικός και σκέφτομαι πως θα είναι αδύνατο να μας ακούσει ο υπεύθυνος, εδώ εγώ η ίδια δεν ακούω. Ένας από τους δύο τύπους που μας βοήθησαν πριν, ο οποίος είμαι 90% σίγουρη ότι ήταν ναρκομανής, ήρθε να βοηθήσει στο "χτύπημα" της πόρτας. Για καλή μας τύχη (πρώτη φορά σε αυτό το ταξίδι) ο υπεύθυνος άκουσε και μας έβαλε μέσα. AMEN TO THAT!
11 Αυγούστου, αρκετά αργότερα
Έχοντας ηρεμήσει κάπως και ανακαλύπτοντας πως ο Πακιστανός φίλος μας είχε αποχωρήσει αρκετή ώρα πριν από το κουπέ μας (καθώς τον συναντήσαμε σε μία από της διαδρομές μας για το κυλικείο), καθόμαστε και προσπαθούμε να απασχοληθούμε με κάτι. Μαθαίνουμε από το ζευγάρι που ήταν στο ίδιο κουπέ μαζί μας πως ο φίλος μας είχε, αφού φύγαμε εμείς, βγάλει τις παντόφλες του και απλώσει τα πόδια του στο κενό κάθισμα απέναντί του, κάτι που οδήγησε στον εξορισμό του από το κουπέ. Κλείνουμε την πόρτα του κουπέ καθώς και τις κουρτίνες. Ξαφνικά η πόρτα ανήγει και ένας άντρας απροσδιορίστου εθνικότητας μας ρωτάει αν οι θέσεις ήταν κενές. Το ζευγάρι έσπευσε να τον ενημερώσει πως "είναι πιασμένες" και πως "απλά αυτοί που κάθονται εκεί πήγαν μια βόλτα και θα γυρίσουν σε λίγο". Μετά από αυτή την δεύτερη επίσκεψη, χωρίς δεύτερη σκέψη, κλειδώνουμε την πόρτα του κουπέ. Ω, μα τι ιδέα!
11 Αυγούστου, τι τύχη...
Κλείνω τα μάτια μου και προσπαθώ να κοιμηθώ. Ξαφνικά ακούω κάποιον να χτυπάει την πόρτα. Αποφασίζουμε ομόφωνα να τον αγνοήσουμε. Στη συνέχεια ο άγνωστος προσπαθεί να ανοίξει την πόρτα. Επιμένει αρκετά, οπότε αποφασίζουμε να ανοίξουμε τις κουρτίνες να δούμε μήπως τυχόν είναι ο ελεγκτής ή κάποιος που έχει εισιτήριο για το κουπέ μας. Βλέπουμε ένα μπλε πουκάμισο και θεωρώντας πως είναι ο ελεγκτής ανοίγω, για να συνειδητοποιήσουμε δευτερόλεπτα αργότερα, και αργά για οποιαδήποτε κίνηση, ότι ήταν ο Πακιστανός φίλος μας. Μπαίνει ξανά μέσα στο κουπέ και όλοι μας προσπαθούμε να τον διώξουμε λέγοντας πως οι θέσεις είναι κλεισμένες. Αφού ο Πακιστανός φαινόνταν να μην ακούει, αναλαμβάνει ο άντρας του κουπέ να τον διώξει. Την ίδια στιγμη η αγανακτισμένη κολλητή σηκώνεται για να ειδοποιήσει τον υπεύθυνο. Στο μεταξύ, ο κύριος που ήταν μαζί μας στο κουπέ καταφέρνει να τον διώξει και εμείς βρίσκουμε για άλλη μια φορά την πολυχαμένη ησυχία μας.
11 Αυγούστου, κι άλλο;
Μετά από κάποια ώρα έρχεται στο κουπέ μας μια κυρία η οποία όμως είχε εισιτήριο για τη θέση στην οποία κάθησε. Κάποια στιγμή άρχισε να μας λέει για ένα μοναχό με τον οποίο συνεργάζεται και βγάζουν βιβλία (έχουν βγάλει δύο έως τώρα). Στη συνέχεια μας ενημέρωσε ότι ο συγκεκριμένος έχει και σελίδα στο ίντερνετ την οποία φρόντισε να μας δώσει. Συνέχισε λέγοντας πως αυτός ο άνθρωπος του θεού με τον οποίο συνεργάζεται είναι σαλός (όπως λέμε σαλεμένος;) και πως έχει ένα θέμα με τις γυναίκες αλλά πως όλοι εκείνοι που τον γνωρίζουν, ξέρουν πως είναι καλός άνθρωπος. Λαμβάνω μήνυμα από την κολλητή μου ξανά το οποίο έλεγε "ΠΕΣ ΜΟΥ! Σε τι τραίνο έχουμε μπει;;;;".
"Στο τραίνο των τρελών!" της απαντώ.
11 Αυγούστου, 06:38
Η χαρά μας που φτάσαμε στα πάτρια εδάφη σώες και αβλαβείς ήταν τόσο μεγάλη που η καθυστέρηση των 40 λεπτών δεν κατάφερε να γίνει θέμα συζήτησης. Η οικογένεια της κολλητής μας περιμένει έξω από τον σταθμό και μας οδηγεί σπίτι.
11 Αυγούστου, για μένα είχε και συνέχεια
Φτάνω στην πόρτα του διαμερίσματός όπου μένω, αφήνω την 10κιλη τσάντα στο πάτωμα και βγάζω τα κλειδιά μου. Τα βάζω στην κλειδαριά αλλά κάπου κολλάνε. Προσπαθώ μία. Προσπαθώ δυο. Προσπαθώ τρεις. Αδυνατώ να ανοίξω την πόρτα. Σκέφτομαι πως δεν μπορεί να μου συμβαίνει αυτό. Ήμουν άυπνη για 24 ώρες και τώρα δεν μπορούσα να ανοίξω την πόρτα του σπιτιού μου. Κάνω αναπάντητη στη μάνα μου. Προσπαθώ πάλι. Τίποτα. Με νεύρα και περίσσια δύναμη βάζω πάλι το κλειδί στην πόρτα και αυτή τη φορά το καταφέρνω να μπει όλο. Η κλειδαριά δε γυρνάει. Προσπαθώ να το βγάλω, αλλά κολλάει. Λες και κάποιος είχε ρίξει κόκα κόλα και η κλειδαριά κολλούσε. Βάζω πάλι το κλειδί στην πόρτα και αυτή τη φορά, Ω ΝΑΙ, καταφέρνω να την ανοίξω.
Καθησυχάζω τη μάνα μου που πήρε μερικά λεπτά αργότερα και πέφτω αμέσως για ύπνο.
Τα βάσανα τελείωσαν. Ήρθε ώρα να ξεκουραστώ!