Σάββατο 3 Ιουλίου 2010

Έτσι ξαφνικά

"Ήταν Τρίτη", είπε, "Μου είχε πει ότι του έλειψε η χροιά της φωνής μου", κοίταξε τα χέρια της που έπαιζαν με το χαρτομάντηλο. "Δε μιλούσαμε πολύ τελευταία είναι η αλήθεια, αλλά νόμιζα ότι κάτι άλλαξε αυτές τις μέρες".
Σηκώνεται και με αβέβαιες κινήσεις πλησιάζει το παράθυρο. Κάθεται λίγο εκεί και απολαμβάνει τις απαλές αχτίδες του ήλιου που γαργαλάνε το πρόσωπό της. Είχε ανάγκη τον ήλιο, γέμιζε ζεστασιά την καρδιά της.
Ακούμπησε στον τοίχο και κοιτώντας έξω συνέχισε, "Θα νομίζεις ότι είμαι ράκος, ότι νιώθω να τελείωσε η ζωή μου, αλλά δεν είναι έτσι. Ξέρεις τι νιώθω; Πικρία. Απορία. Απόρριψη. Όλα το ίδιο, όλα μέσα μου", χαμογέλασε αλλά τα μάτια της έμειναν σοβαρά. Κοίταξε σκυθρωπά τον κόσμο έξω και έσφιξε τα χέρια γύρω από τη μέση της. "Δεν είχαμε τίποτα, μεταξύ μας ξέρεις. Τίποτα απολύτως. Ο ένας για τον άλλο ήμασταν γράμματα. Ίσως αυτός για εμένα ήταν κάτι παραπάνω. Αλλα μέχρι εκεί". Έσκυψε το κεφάλι της και πείραξε με το πόδι της ένα σκουπιδάκι στο πάτωμα. "Ξέρεις τι με ενοχλεί; Νομίζεις ότι βλέπω μόνο αυτόν μπροστά μου και ότι δε με απασχολεί τίποτα άλλο; Κάνεις λάθος. Το μόνο που με έχει καταφέρει να κάνω είναι να ξοδέψω το χρόνο μου για να του γράψω κείμενα. Τίποτα παραπάνω. Λογικά θα με ρωτήσεις γιατί στα λέω όλα αυτά", αυτή τη φορά γέλασε στ'αλήθεια. "Στα λέω για να σου δείξω κάτι. Ίσως και να δείξω κάτι σε αυτόν. Όταν τα δημοσιεύσεις αυτά που θα πω ίσως να καταλάβει κάτι. Ίσως και άλλοι που έχουν τον ίδιο ρόλο στη ζωή μιας κοπέλας να καταλάβουν άλλα πράγματα. Και ίσως άλλες κοπέλες που μαζί με 'μένα αναλώθηκαν σε μια μικρή σχέση, βρουν παρηγοριά. Ποτέ δεν ξέρεις πόσοι θα βρουν το δικό τους νόημα στα λόγια σου". Την κοίταξα με μια γλυκιά μελαγχολία. Δεν έδειχνε στεναχωρημένη ή πληγωμένη, απλά ήρεμη. Τα λόγια της ήταν ακριβή και δεν είχαν σκοπό να προκαλέσουν αντίδραση. Ένιωθα ότι ήθελε να βγάλει ένα κομμάτι της και να το αφήσει πίσω. Αυτά τα λόγια της σε εμένα τη βοηθούσαν να το κάνει αυτό. Γιατί λοιπόν να μη βοηθήσω έναν άνθρωπο αφού μπορώ; Θα ήταν ένα καλό κείμενο για το περιοδικό εξάλλου...
"Η ιστορία μας είναι πολύ μεγάλη, δε θα χωρέσει στο κείμενο σου" γέλασε. "Θα σου πω απλά ότι είχαμε μια ωραία σχέση. Καταλαβαινόμασταν, πως να στο πω. Είχαμε χημεία", κοίταξε πάλι το παράθυρο και στα μάτια της διέκρινα τη νοσταλγία, μια παλιά μου φίλη. "Ήταν μερικές φορές βέβαια που τα αμφισβητούσα όλα. Και να σου πω την αλήθεια; Αν κάτσω να το σκεφτώ και να το αναλύσω, θα τα αμφισβητήσω όλα πάλι. Πολλές φορές σκέφτομαι ότι δεν υπάρχει τίποτα να μας συνδέει και αν δε φοβόμουν τόσο πολύ να πληγώσω τον εαυτό μου, θα το είχα αποδεχτεί. Κι όσο απεγνωσμένα και αν ήθελα να τον κάνω μέρος της ζωής μου δεν μπορούσα. Πεταμένα βράδια, σκισμένα χαρτιά. Δειλία. Νεύρα. Έτσι πάνε αυτά. Αναθεμάτιζα την ώρα και τη στιγμή που παρερμήνευα τις προθέσεις του. Ξέρεις τι είχε γίνει μια φορά; Μου είχε παραπονεθεί. Ξέρεις γιατί; Επειδή διάλεξα κάποιον άλλον και όχι αυτόν. Άσε ξέρω τι θα μου πεις. Αυτός είναι ο εγωισμός, σωστα; Μας πληγώνει να μας προσπερνάνε, κι ας είναι απλά ένα αμάξι. Γι'αυτό αντέδρασε. Έτσι το βλέπω τώρα. Αλλιώς όμως το έβλεπα τότε. Νόμιζα τον ένοιαζε. Τι ανόητη" έσφιξε τα χείλη της και έμπηξε τα νύχια της στα χέρια της. "Όμως δεν είναι αυτό το θέμα μας. Το θέμα μας είναι αυτό που έγινε χθες. Ξέρεις τι έγινε χθες;" Της έγνεψα αρνητικά ενώ ταυτόχρονα η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Μήπως θα μου έλεγε κάτι που με αφορούσε; Όχι. Ίσως φοβήθηκα μήπως στα λόγια της καθρεπτιστεί μια δικιά μου εμπειρία. Και αυτές οι ιστορίες πονάνε. "Αποφάσισε να με διώξει από τη ζωή του, έτσι ξαφνικά. Από τη μια στιγμή στην άλλη. Προχθές ήταν, χθες δεν ήταν. Σήμερα σίγουρα δεν είναι", τα χείλη της έγιναν μια γραμμή και τα μάτια της έκλεισαν. "Πες μου αν διαφωνείς, αλλά νομίζω ότι έχω το δικαίωμα να μάθω αν κάποιος θέλει να με διώξει από τη ζωή του. Και θα μου πεις, και τι να πει; Δε θα θέλει να με πληγώσει. Τι πληγώνει παραπάνω όμως, ξέρεις; Το να γνωρίζεις ή το να μην γνωρίζεις; Λένε ότι η άγνοια είναι ευτυχία. Εγώ λέω ότι η άγνοια σκοτώνει. Με σκοτώνει το ότι δεν ξέρω γιατί με έδιωξε. Με σκοτώνει ότι μέχρι την περασμένη εβδομάδα έκανα όνειρα και τώρα πρέπει να τα διπλώσω και να τα στριμώξω σε ένα βρώμικο συρτάρι. Με ενδιαφέρει να μάθω το γιατί, με καταλαβαίνεις;" γύρισε απότομα και με κοίταξε. Τα μάτια της είχαν βουρκώσει αλλά το πρόσωπό της ήταν ανέκφραστο. Σκέφτηκα μήπως έπρεπε να σηκωθώ και να την αγκαλιάσω, αλλα μου φαινόταν περισσότερο επιθετική παρά αδύναμη. Κάθησα εκεί να την κοιτάω με το βλέμμα της να τρυπάει την ψυχή μου. Τελικά ήταν πληγωμένη. Πληγωμένη και αγανακτισμένη. "Και δε μ'αρέσουν τα ψέματα. Προτίμω την αλήθεια κατάμουτρα παρότι θα αντιδράσω σε αυτή και θα με πληγώσει. Αλλά την προτιμώ. Ότι δε μας σκοτώνει μας κάνει πιο δυνατούς. Και σε αυτή τη ζωή, δε μπορεί καμία αλήθεια να με σκοτώσει", έσκυψε το κεφάλι της και με μια βιαστική κίνηση σκούπισε ένα δάκρυ που είχε κυλίσει. "Ξέρω το σενάριο από εδώ και πέρα. Θα έρθει αυτό που φοβόμουν εδώ και καιρό. Ο 'χωρισμός'. Δε θα μιλάμε, θα χαθούμε. Και μαζί μας θα χαθούν και όλες αυτές οι ωραίες στιγμές και όλες αυτές οι συναντήσεις που θα μπορούσαν να ακολουθήσουν στο μέλλον. Βλέπεις, δεν γνωρίζει ότι μου αρκεί να είναι φίλος μου. Μάλλον νιώθει ότι πρέπει να έχει άλλο ρόλο. Αλλά τον καταλαβαίνω, ειλικρινά. Δεν καταλαβαίνω όμως τι τον έκανε να αλλάξει από τη μία μέρα στην άλλη. Και δεν καταλαβαίνω γιατί δε μπορεί να μου πει", τα μάτια της ήταν στεγνά τώρα. Είχε ακουμπήσει την πλάτη της στο παράθυρο και με κοιτούσε "Ίσως να το ζήσεις κι εσύ κάποτε. Θα διαβάσεις τότε το κείμενο σου και θα βρεις κρυμμένα νοήματα σε αυτά που σου λέω. Ίσως τώρα να μην καταλαβαίνεις γιατί με ενοχλεί τόσο, αλλά ίσως κάποτε καταλάβεις. Καλύτερα να μην το νιώσεις ποτέ, όμως, γιατί είναι κάτι τόσο μικρό που τσιμπάει τόσο πολύ", ήταν πλέον σκυθρωπή. Όλη αυτή η συνέντευξη της έφερε στο μυαλό αναμνήσεις που προφανώς είχε θάψει καλά. Είχε δίκιο. Δεν καταλάβαινα. Όχι αυτήν, αυτόν. Δεν μπορούσα να καταλάβω πως ένας άνθρωπος απλά σε ξεγράφει από κάπου. Ακόμα και από τη λίστα της Λέσχης στο Πανεπιστήμιό σου. Δε θα έπρεπε να έχει κάποιον λόγο; Και πάνω απ'όλα, δε θα έπρεπε να σε ενημερώσει;
"Για να κλείσεις το κείμενο" μου λέει "θα σου πω κάποιους στίχους. Εκφράζουν αυτό που νιώθω ότι θα συμβεί", με πλησιάζει, παίρνει το μπλοκ μου και το στυλό μου και καθώς τους γράφει, τους τραγουδάει:

Κι ύστερα τα χρόνια θα γεράσουν
Κι ύστερα θα φύγουμε κι οι δυο
Θα ξεχαστούμε, αιώνες θα περάσουν
Και θα 'μαστε κι οι δυο...
...σταγόνες στο γυαλό

... και όταν με κοίταξε τα μάτια της ήταν γεμάτα δάκρυα.






1 σχόλιο:

Ναύτης είπε...

με εκανες ν αναρωτηθω αν τελικα κάποιος που δεν έχει ζήσει τέτοια στιγμη είναι άτυχος ή τυχερος...

στ' αλήθεια

καλημέρα