Δευτέρα 28 Φεβρουαρίου 2011

Όνειρο ήτανε...(3)

Ζορίζω τον εαυτό μου καθώς του απαγορεύω σιγανά να μην σου στείλει για να συνεχίσει την κουβέντα. 


"Εγώ φεύγω, θα τα πούμε", μου λες.

Για μερικά δευτερόλεπτα νιώθω ένα βάρος στο στήθος και μετανιώνω που τελικά δεν προσπάθησα να συνεχίσω την κουβέντα.



"Καλά, θα τα πούμε. Φιλιά", σου απαντάω.
"Φιλιά πολλά", μου λες και βγαίνεις.


Κάθομαι και κοιτάω το όνομα σου στις επαφές για κάποια δευτερόλεπτα, πριν αποφασίσω να βγω και εγώ από το ΜΣΝ και να κάτσω στην καρέκλα μου όμορφα και ήρεμα για να χαλαρώσω. Βάζω το ραδιόφωνο για να χαμηλώσω την ένταση των σκέψεών μου. Γιατί μου έστειλες τώρα; Μετά από τόσο καιρό; Όσο κι αν ήθελα σαν τρελή να μιλάμε πάλι, ένα μεγάλο κομμάτι μου ήθελε απλά να εξαφανιστείς από τη ζωή μου. Σαν να μην υπήρξες ποτέ. Αν δε θέλω μία να χαθούμε, δε θέλω δέκα να χρειαστεί να έχω το όνομά σου γραμμένο στις σκέψεις μου κάθε μέρα. Μου έφτασε όσο κράτησε, και με το παραπάνω. Δε θέλω άλλους μπελάδες, θέλω επιτέλους να νιώθω ότι δε μου ασκείς επιρροή, πως ό,τι και να κάνεις, θα με αφήσει ασυγκίνητη. Έχει συμβεί αυτό. Έχει συμβεί να έχω κολλήσει τόσο άσχημα με κάποιον για ένα και δύο χρόνια, και μετά ότι και να κάνει να με αφήνει αδιάφορη. Και πάλι με ευχαριστεί η παρέα του, και πάλι τον βρίσκω όμορφο και γενικότερα μπορώ να θυμηθώ τους λόγους για τους οποίους μου άρεσε τόσο πολύ παλιά, αλλά σε καμία περίπτωση δεν έχει πλέον χώρο στη ζωή μου. Δε με νοιάζει αν απαντήσει στα μηνύματά μου, δε με νοιάζει αν με σκέφτεται, δε με νοιάζει που μπορεί να περάσει και μήνας για να μιλήσουμε. Δεν το παίρνω καν είδηση. Με αυτόν περνάει ένας μήνας και νομίζω ότι πέρασε μια εβδομάδα. Με εσένα περνάει μία εβδομάδα και νιώθω να πέρασε ένας μήνας. Και δεν υπερβάλλω καθόλου.


Χτυπάει το κινητό μου και από μέσα μου ήδη αγανακτώ γιατί ξέρω ποιος είναι ή νομίζω ότι ξέρω. Ένα άγνωστο νούμερο φιγουράρει στην οθόνη του κινητού μου. Όμως όχι, τα τρία τελευταία ψηφία τα γνωρίζω. Ή έστω μου θυμίζουν κάτι...


-Ναι; απαντάω.
-Έλα, ακούγεται μια ωραία αντρική φωνή.
-Ποιος είναι; ρωτάω ενώ η καρδιά μου δυναμώνει παλμούς.
-Ο Χ., λες και ακούγεσαι χαμογελαστός
-Ποιος Χ.; αναρωτιέμαι, "έχω ένα θέμα με αυτό το όνομα" προσθέτω αν και ήδη ξέρω ότι είσαι εσύ.
-Ξέρεις πολλούς; με ρωτάς
-Ω ναι, δε φαντάζεσαι, σου λέω
-Μιλούσαμε πριν λίγο στο ΜΣΝ, αν βοηθάει αυτό.
-Χμμ.. έτσι νομίζω, λέω και γελάω
-Τι κάνεις; με ρωτάς
-Ε, καλά μωρέ.. Δεν πέρασε και πολύ ώρα, δεν πρόλαβε να γίνει κάτι, σου απαντάω και νιώθω τα μάγουλά μου ζεστά
-Και δω τα ίδια, λες
-Καλά εσύ δε θα έβγαινες; σε ρωτάω
-Ναι, από το ΜΣΝ. Σου έχω πει ότι δε μπορώ να κάθομαι πολύ ώρα
-Ναι όντως, λέω, και νιώθω τους παλμούς μου να χαμηλώνουν ταχύτητα.


Ακολουθεί μια μικρή σιωπή η διάρκεια της οποίας επιτρέπει στις σκέψεις μου να τρέξουν ένα σπριντάκι και να πλημμυρίσουν το μυαλό μου με ενοχλητικές αμφιβολίες.


-Πότε θα δούμε το φάντασμα; με ρωτάς κοροιδευτικά.
-Όποτε θες, σου λέω και νιώθω μια ειρωνεία στο ύφος μου.
-Τι κάνεις σήμερα; με ρωτάς.


Νιώθω ξανά τους παλμούς μου να ανεβαίνουν και τα μάγουλά μου να ζεσταίνονται. Θα μου ζητήσεις τώρα να βγούμε; Πλάκα κάνεις έτσι; 


-Δεν έχω κανονίσει κάτι, θες να δούμε ταινία; λέω και γελάω σχεδόν κοροιδευτικά.
-Χαχα, όχι ταινία, έλεγα μήπως ήθελες να πάμε καμιά βόλτα.
-Βόλτα που; ρωτάω και ταυτόχρονα σκέφτομαι ήδη τι θα βάλω.
-Εμ.... Θα περάσω να σε πάρω και βλέπουμε, εντάξει; 
-Άντε καλά, σε πόση ώρα;
-Σε μισή ώρα θα είμαι εκεί.
-Εντάξει, τα λέμε
-Φιλιά...


Σε μισή ώρα κανονικά δε θα προλάβαινα να κάνω ούτε τη φράτζα μου, που λέει ο λόγος, αλλά δεν ήθελα να δείξω ότι θα μπορούσα να ξοδέψω όλη μου την ημέρα για να ετοιμαστώ για μια έξοδο μαζί σου. Σηκώνομαι απότομα από την καρέκλα και προσπαθώ να συγκεντρωθώ. Προσπαθώ σκληρά να σκεφτώ αυτό που πρέπει να με απασχολήσει τώρα, δηλαδή το τι θα βάλω, αλλά συνεχώς βλέπω τα μάτια σου στο μυαλό μου. "Συγκεντρώσου Ίρις!" φωνάζω στον εαυτό μου. 


Ξαφνικά τα βλέπω όλα μπροστά μου. Τι θα βάλω, πως θα κάνω τα μαλλιά μου, πως θα βαφτώ. Ανοίγω τη ντουλάπα μου και με ανακούφιση ανακαλύπτω ότι το αγαπημένο μου καλοκαιρινό συνολάκι κρέμεται στην ξύλινη του κρεμάστρα. Μια εμπριμέ ολόσωμη φόρμα στραπλες, η οποία έχει λάστιχο στη μέση. Τη φοράω σε ένα λεπτό και στη συνέχεια ψάχνω τα καφέ μου ψηλοτάκουνα πέδιλα. Τα βρίσκω αμέσως και πάω στο μπάνιο. Βρέχω λίγο τα μαλλιά μου, τα στεγνώνω με το πιστολάκι για να φουντώσουν και απλά τα χωρίζω στο πλάι και τα αφήνω χαλαρά. Το πρόσωπό μου ευτυχώς δε χρεάζεται μεικ-απ, οπότε αρκούμαι σε eyeliner και μάσκαρα. Μετά από τρία λεπτά που με παρατηρώ στον καθρέπτη αποφασίζω ότι το ντύσιμο είναι πολύ καθημερινό και όχι τόσο βραδυνό, οπότε πανικοβάλλομαι και κοιτάω στην ντουλάπα μου για μια καλύτερη εναλλακτική. Μετά από δύο λεπτά αναζήτησης, ανασύρω τη σωσίβιο λέμβο μου, το κλασικό μαύρο φορεματάκι που πρέπει να έχουν όλες οι κοπέλες στην ντουλάπα τους, το φοράω και στη συνέχεια αλλάζω τα καφέ πέδιλα με τα χρυσά. Παίρνω το μαύρο τσαντάκι που μου είχε χαρίσει η κολλητή μου πριν κάποιους μήνες, αφήνω τα μαλλιά και το μακιγιάζ ως έχουν και κάθομαι στον καναπέ περιμένοντας το τηλεφώνημα. Με έκπληξη διαπιστώνω ότι τα εικοσιπέντε από τα τριάντα λεπτά έχουν ήδη περάσει οπότε ανακουφίζομαι στη σκέψη ότι δε θα χρειαστεί να αγχώνομαι για πολλή ώρα ακόμα. 


Έχουν περάσει εφτά λεπτά αλλά είσαι ακόμα άφαντος. Νιώθω ένα τσίμπημα στη σκέψη ότι μπορεί να το έχεις ξεχάσει και όλος αυτός ο ενθουσιασμός θα καταλήξει σε μια απαίσια βραδιά με παγωτό και τηλεόραση. Εκεί όμως που είμαι έτοιμη να σου στείλω μήνυμα, χτυπάει το τηλέφωνο....

Σάββατο 26 Φεβρουαρίου 2011

Όνειρο ήτανε...(2)

Κάθομαι αγχωμένη στην καρέκλα για να αναρωτηθώ δευτερόλεπτα αργότερα από που προέρχεται όλο αυτό το άγχος. Είσαι μέσα μετά από εφτά μήνες, έχουμε να μιλήσουμε τόσο πολύ καιρό και ξαφνικά η δυνατότητα να σου μιλήσω μου παρουσιάζεται στην οθόνη του υπολογιστή μου. Θα ήθελα τόσο πολύ να μιλούσαμε λίγο, να θυμηθώ τα παλιά, τότε που τα συναισθήματά μου δεν είχαν γίνει ακόμα εμπόδιο. Ή ακόμα και τότε που καταδεχόσουν ακόμα να μου μιλήσεις μετά από τόσα και τόσα. Πληκτρολογώ ένα "Γεια", κάθομαι για λίγο και το κοιτάω, λες και θέλω να δω αν ταιριάζει με το παράθυρό σου, και μετά το σβήνω. Ακουμπάω το πόδι μου στο κάθισμα της καρέκλας και το πηγούνι μου στο γονατό μου και μένω έτσι. Κοιτάω την οθόνη με τόση επιμονή, σαν να περιμένω να υποκλιθεί στο βλέμμα μου και να σε κάνει να μου στείλεις εσύ πρώτος. Αναρωτιέμαι εάν σου έλειψα καθόλου. Εάν έστω και 5 λεπτά σκέφτηκες ποτέ τις στιγμές αυτές που μιλούσες μαζί μου. Εάν σκέφτηκες έστω και μια φορά να μου στείλεις ένα μήνυμα να δεις τι κάνω, έτσι επειδή με θυμήθηκες από κάτι που είδες. Στην τελική, δεν είμαστε άγνωστοι.
Στη συνέχεια σκέφτομαι πόσες φορές εγώ ήθελα να σου στείλω να δω τι κάνεις, πως τα περνάς, πως πάει το φανταριλίκι-ναι έτσι θα σε ρωτούσα-πότε απολύεσαι... αλλά δεν το έκανα γιατί θεωρούσα-και ακόμα θεωρώ- την παρουσία μου ανεπιθύμητη, δεν ήθελα να δημιουργήσω παραπάνω προβλήματα εξάλλου. Ξαφνικά βλέπω κάτι στην οθόνη μου που μου κόβει την ανάσα. Δείχνει ότι πληκτρολογείς κάτι... Μετά από ένα περίπου λεπτό και αφού οι παλμοί μου έχουν περάσει τους 300, βλέπω να λες:


"Ψιτ!"


Ψιτ; Έκανες ένα λεπτό για να γράψεις ένα "Ψιτ"; Ή μήπως έψαχνες τι ήταν καταλληλότερο να πεις; Ναι, φυσικά, λογικό... Έχουμε να μιλήσουμε εφτά μήνες και ο πιο φυσιολογικός χαιρετισμός είναι το "Ψιτ". Τι να πεις...


"Επ!" απαντάω.
"Τι κάνεις;" με ρωτάς
"Καλά, εσύ;"


Θυμάμαι ξαφνικά το λόγο για τον οποίο δε μιλάμε πλέον. Με έδιωξες τόσο απότομα και χωρίς καμία εξήγηση. Ίσως τότε να μην είχαμε κάτι περισσότερο να πούμε αλλά σίγουρα δεν ήταν ο καλύτερος τρόπος. Με πιάνει εγωισμός και πείσμα. Όχι δε θα δείξω ότι σε έχω πεθυμήσει σαν τρελή ούτε ότι ονειρευόμουν αυτή τη στιγμή εδώ και εφτά μήνες. Όχι, δε χρειάζεται να το ξέρεις.


"Καλά κι εγώ, έχω μερικές μέρες άδεια. Εσύ τι λέει; Όλα καλά;"


Σοβαρά με ρωτάς τώρα; "Ναι όλα καλά τι να σου πω, με είχες διαγράψει και αποκλείσει, δε μου έχεις μιλήσει από τότε, προφανώς με είχες αποκλεισμένη και στο ΜΣΝ αλλά ναι, κατά τ'άλλα, τέλεια. Μην αγχώνεσαι". Αυτή θα ήταν η πραγματική μου απάντηση, αλλά...


"Μια χαρά μωρέ, εδώ πάλι μόνη σπίτι τον Αύγουστο. Τελείωσα και με τη σχολή, πήρα το πτυχίο..."
"Έλα ρε, συγχαρητήρια! Και τώρα;"
"Ε, τώρα λέω να επιστρέψω στο ΤΕΙ" λέω και το στομάχι μου δένεται κόμπος στη σκέψη.
"Καλά κάνεις. Καλό θα σου κάνει".
"Για να το λες", δε θέλω να δείχνω πολύ ενθουσιασμένη, αλλά ταυτόχρονα θέλω τόσο πολύ να μιλήσουμε όπως παλιά.


Σιωπή.
Ανεβάζω και τα δύο πόδια στην καρέκλα, ακουμπάω τα χέρια μου στο τραπεζάκι και χαζεύω την οθόνη. Να στείλω για να συνεχίσω την κουβέντα; Όχι, υποτίθεται εγώ είμαι η θυμωμένη. Εσύ στην κοσμάρα σου όπως πάντα. Θα στείλεις πάλι άραγε;


Έχουν περάσει περίπου πέντε λεπτά και τίποτα. Πληκτρολογώ δυο λέξεις, αλλά τις σβήνω. Κλείνω το παράθυρό σου, το ανοίγω, το κλείνω το ανοίγω, το κλείνω. Το ανοίγω. Παίρνω δυο βαθειές ανάσες και γυρνάω το βλέμμα μου πάλι στις πολυκατοικίες. Κάποιες σκόρπιες σκέψεις με απασχολούν για κάποια ώρα ώσπου γυρνάω πάλι το πρόσωπό μου στο παράθυρό σου και...


"Μου έλειψες"


Νιώθω την καρδιά μου να χάνει ένα χτύπο. Τα μάγουλά μου ζεσταίνονται και ταυτόχρονα νιώθω ένα ρίγος να με διαπερνάει. Το διαβάζω περίπου πέντε φορές να σιγουρευτώ ότι σίγουρα έγραψες αυτό που βλέπω και ότι δεν λείπει κάποιο σίγμα ή κάτι άλλο που θα άλλαζε τελείως το νόημα της πρότασης. Τι να απαντήσω τώρα; Το εννοείς ή νιώθεις πάλι μοναξιά και ψάχνεις τον σίγουρο δρόμο για να τονώσεις την αυτοπεποίθησή σου; Αν το εννοείς, θα πρέπει να πω κι εγώ το ίδιο; Δε θέλω να σε κάνω να καταλάβεις πως νιώθω σχεδόν τα ίδια, ακόμα! Αν δεν το εννοείς, τι θα πρέπει να απαντήσω ώστε να μη φανεί ότι είμαι επίτηδες επιθετική; Και στην τελική, πως θα μάθω αν το εννοείς; Πολύ απλά...


"Το εννοείς;"
"Χαχα"


Νιώθω το όχι να έρχεται. Η καρδιά μου πάει να σπάσει.


"Φυσικά" γράφεις.


Αφιερώνω πάλι μερκά λεπτά μέχρι το μήνυμα να φτάσει στον εγκέφαλο και από εκεί να δώσει μήνυμα ότι, όλα καλά, όντως η λέξη που διαβάζω είναι το "Φυσικά".
"Εμ, έτσι γίνεται όταν αποφασίζεις να μας διώξεις τελείως από τη ζωή σου επειδή ξύπνησες με νεύρα" γράφω, αλλά το σβήνω αμέσως.


"Τι έγραφες;" με ρωτάς


Γαμώτο.


"Κι εμένα μου έλειψες... λίγο".


Το λίγο τι το ήθελα; Είναι σαν να λέω "ΜΟΥ ΕΧΕΙΣ ΛΕΙΨΕΙ ΤΟΣΟ ΜΑ ΤΟΣΟ ΠΟΛΥ ΠΟΛΥ ΠΟΛΥ ΠΟΛΥΥΥ". Αμάν! Τα πέντε δάχτυλα του αριστερού μου χεριού χαιρετάνε το πρόσωπό μου.


"Μόνο λίγο;" με ρωτάς
"Χαχα, ναι ναι" του λέω.
"Καλά", μου λες


Ε, τι ήθελε; Πάλι επιβεβαίωση; Ίδιος και απαράλλαχτος; Νιώθω ένα βάρος στο στήθος ανακαλύπτοντας ότι είσαι ο ίδιος παλιός 'καλός' εαυτός σου.


(συνεχίζεται)

Τετάρτη 23 Φεβρουαρίου 2011

Όνειρο ήτανε.. (1)

03 Αυγούστου 2011


Μόνη στο σπίτι. Καλοκαίρι. Φοράω ένα κοντό φλοράλ φόρεμα και έχω τα μαλλιά μου ελεύθερα. Κάθομαι στο μπαλκόνι με τον υπολογιστή μου δίπλα, πάνω σε ένα τραπεζάκι. Κοιτάω ανέμελα τις πολυκατοικίες μπροστά ενώ οι σκέψεις μου πετάνε μερικά τετράγωνα παρακάτω. Πιάνω το κινητό μου και ψάχνω το νουμερό σου.... Μερικά δευτερόλεπτα αργότερα θυμάμαι ότι το έχω σβήσει εδώ και πολλούς μήνες. Τότε που μου είχες ζητήσει να μη σου ξαναστείλω. Δεν ήθελα τον πειρασμό, γι'αυτό.


Μπαίνω στο σπίτι και αναζητώ μια λεπτή ζακέτα γιατί σαν να ένιωσα ένα ψυχρό αεράκι να με χαιδεύει. Επιστρέφω στο βολικό μου κάθισμα και κάθομαι εκεί με σταυρωμένα τα χέρια. Αναπολώ κάποιες στιγμές που μου είχαν χαρίσει πολύ γέλιο. Κλείνω τα μάτια μου και χαμογελάω. Ο διαπεραστικός ήχος κλήσης μου με επιστρέφει απότομα στην πραγματικότητα. Μια μικρή φλόγα ανάβει μέσα μου στο άκουσμα της ελπίδας, αλλά το όνομα της κολλητής μου στην οθόνη μου τη σβήνει...


-Έλα!, της απαντάω
-Έλα, μου λέει, τι κάνεις;
-Καλά εδώ, χαλαρώνω στο μπαλκόνι, της λέω.
-Ααα ναι ξέρω... στο μικρό μπαλκονάκι ε;
-Χαχα ναι, πολύ μικρό, γελάω...
-Τι θα κάνεις σήμερα, με ρωτάει.
-Δεν έχω κανονίσει κάτι...
-Θες να πάμε μια βόλτα, μου προτείνει.
-Ρε συ... Δεν έχω και πολύ όρεξη.. Θες να έρθεις να κάτσουμε;
-Μπα.. .Βαριέμαι. Αν ήταν να κάτσω μέσα, κάθομαι και σπίτι μου, μου λέει. Καλά δεν πειράζει...
-Τι να σου πω, της λέω. 
-Δεν πειράζει μωρέ... Τα λέμε αύριο!
-Τα λέμε, της λέω και το κλείνω.


Στεναχωριέμαι κάπως που της είπα όχι, αλλά πραγματικά δεν έχω όρεξη. Αφήνω το κινητό στη θέση του και κοιτάω τον υπολογιστή. "Χμ, δεν είμαι ΜΣΝ; Νόμιζα μπήκα πριν..." σκέφτομαι και κάνω "Σύνδεση". Στο μεταξύ, σηκώνομαι να βάλω ένα ποτήρι νερό. Επιστρέφω και χαζεύω τις επαφές που είναι μέσα... "Α, είναι ο Γιώργος... Καλά αυτός πάντα είναι... Μαρία, Πέτρος, Φώτης, Χάρης...". Κανένας που να έχω όρεξη να μιλήσω προς το παρόν. Αφήνω το ΜΣΝ ανοιχτό και γυρνάω την , καρέκλα μου στα δεξιά, κοιτώντας πάλι τις πολυκατοικίες. Μετά από περίπου 10 λεπτά, ακούω οτι κάποιος μπήκε οπότε αυτόματα γυρνάω το προσωπό μου να δω. Νιώθω ένα τσίμπημα καθώς παρατηρώ το ονομά σου. Έχεις να μπεις περίπου εφτά μήνες και μου κάνει τεράστια εντύπωση. Κάνω κλικ στο ονομά σου, ώστε να ανοίξει το παραθυράκι σου. Δεν έχω κανένα σκοπό να σου στείλω απλά κάθομαι και κοιτάω τη φωτογραφία που έχεις. Δεν την έχω ξαναδεί, είσαι ξαπλωμένος σε ένα κρεβάτι, είσαι πλάγια και στερεώνεις τον αγκώνα σου στο στρώμα ενώ φαίνεται να έχεις λιώσει στα γέλια. Μόλις το παρατηρώ, ένα χαμόγελο απλώνεται ανεπαίσθητα στα χείλη μου. Είσαι πολύ όμορφος. Στέκομαι για λίγη ώρα εκεί, με το χέρι στο πηγούνι, προσπαθώντας να θυμηθώ την τελευταία φορά που σε συνάντησα. Το πρόσωπό σου έχει πλέον θαμπώσει και ξεχνάω το αγαπημένο μου χαρακτηριστικό σου: Τα μάτια σου. Νιώθω μια ελαφριά μελαγχολία στη θύμηση κάποιων γεγονότων...


Χτυπάει το τηλέφωνο στο σπίτι, το απαντάω, το κλείνω. Παίρνω ένα φρούτο από το ψυγείο και χτυπάω το πόδι μου σε μια καρέκλα. Οι κινήσεις μου είναι τόσο μηχανικές κι όσο κι αν δεν το θέλω, το μυαλό μου είναι καρφωμένο στον υπολογιστή. Στέκομαι όρθια και αναρωτιέμαι για ποιο λόγο μου προκαλείς ακόμα τόση ένταση.


(συνεχίζεται)



















Πόσο πολύ προσπάθησα.

Είναι πολλές φορές που αναρωτιέμαι πως θα μπορούσα να εκφράσω αυτά που θέλω χωρίς να φανεί σαν να γκρινιάζω ή να παραπονιέμαι. Αλλά προφανώς δε γίνεται, σωστά;
Γιατί αυτό που θέλω να πω με ενοχλούσε και με ενοχλεί ακόμα. Και, ειλικρινά το λέω, καλύτερα που δε μιλάμε πλέον. Σε λίγο καιρό θα ξεχαστώ. Λίγο θέλω ακόμα, σε παρακαλώ αγνόησέ με κι άλλο. Θα με σώσεις.

Είναι μερικές φορές... όχι, δεν είναι μερικές... είναι πολλές φορές που σκέφτομαι το παρελθόν. Διάφορες λέξεις, συζητήσεις, μονολόγους. Σήμερα το μεσημέρι, στη σκέψη αυτή, άνοιξα το παλιό μου προφίλ. Και κάθησα και διάβασα. Διάβασα όλα αυτά που του είχα στείλει. Πριν περίπου δύο μήνες το είχα ξανακάνει. Ίσως και παραπάνω. Δε θυμάμαι ακριβώς. Τότε, όταν τα είχα ξαναδιαβάσει, μου φάνηκε ότι τον πίεζα. Μου φάνηκε ότι τον ασφυκτιούσα, ότι δεν του άφηνα καν χώρο να απαντήσει.

Τώρα, κατα ένα περίεργο λόγο τα είδα όλα τόσο διαφορετικά. Διάβαζα και διάβαζα όλα αυτά που του έλεγα και είδα μια άλλη Ίριδα σε αυτά. Είδα αυτή την άλλη πλευρά που στην πραγματικότητα είναι τόσο ήρεμη και αθώα αλλά στην επιφάνεια παρουσιάζεται ως επιθετική και αποπνικτική, αφού δεν μπορεί αλλιώς. Δεν ένιωσα ότι τον πιέζω, δεν ένιωσα ότι τον κυνηγάω. Δεν ένιωσα τίποτα για αυτόν. Αισθάνθηκα μόνο εμένα. Μετά από τόσο καιρό και σκέφτηκα τον εαυτό μου.

Με λυπήθηκα, η αλήθεια είναι. Με φαντάστηκα με μεγάλα παρακλητικά μάτια να περιμένω μια ευκαιρία. Ένα "ναι, θα βγούμε", "ναι, θα έρθω από το σπίτι σου", "ναι, πάμε για έναν καφέ, δεν έχω τίποτα να κάνω". Με φαντάστηκα με τα γόνατά μου μαζεμένα, τα χέρια στο πηγούνι να κοιτάω με γουρλωμένα ματάκια 'αυτόν', αυτόν που με απασχόλησε τόσο. Λυπήθηκα εκείνο το κορίτσι που ήθελε απλά να τον δει. Πραγματικά το λυπήθηκα. Ένιωσα τη λαχτάρα της και τη στεναχώρια της σαν να ήταν άλλο άτομο, και όχι ο άλλος μου εαυτός. Τόση μα τόση λαχτάρα, τόση χαρά που μιλούσα μαζί του και τόση στεναχώρια που δε μου αφιέρωνε το χρόνο που ήθελα κολασμένα να μου αφιερώσει. Ήθελα τόσο πολύ απλά να βρεθούμε, τίποτα παραπάνω. Ήθελα τόσο πολύ να κρατήσω μια επαφή, και παρατήρησα τώρα πως μέσα από τόσα πολλά μηνύματα προσπαθούσα να μην τον χάσω. ΔΕΝ ΤΟΝ ΕΙΧΑ, αλλά δεν ήθελα να τον χάσω. Γίνεται αυτό;
Έστελνα και έστελνα και παρότι με νευριάζε τόσο μα τόσο πολύ, προσπαθούσα να το κρατήσω μέσα μου και να του δείξω πόσο χαρούμενη ήμουν που μιλούσαμε. Κι όμως, έφτανταν εκείνες οι στιγμές που έσκαγα και τότε ήταν που τον τρόμαζα...

Τώρα πλέον δεν είμαι εκείνο το κοριτσάκι, όχι, δεν είμαι εκεί(νο). Κι ας φέρθηκε όπως φέρθηκε, νομίζω πάντα θα μπορώ να τον δω όπως παλιά.

Όπως τότε που ξεχνούσες να βγεις έξω επειδή μιλούσαμε.
Τότε που σου ήμουν τόσο οικεία.
Τότε που νόμιζα ότι υπήρχε κάτι όμορφο. Υπήρχε, τώρα είμαι σίγουρη.

Μη μου μιλάς, μόνο καλό μου κάνει.

Κοίτα να περνάς καλά με όποιον είσαι.


Όποιος θέλει, μπορεί!

Μην ακούω αντιρρήσεις!
Όποιος θέλει, μπορεί! Πραγματικά, μπορεί. Στα πλαίσια του φυσιολογικού και του εφικτού πάντα.

Δηλαδή μπορεί κάποιος να θέλει να πετάξει από μια πολυκατοικία και να κάνει και τρεις πιρουέτες στον αέρα, αλλά αυτό δεν μπορεί να το κάνει. Και μην πεταχτεί κανένας εξυπνάκιας να πει ότι μπορεί να βάλει ψεύτικα φτερά και να το κάνει, γιατί θα του κάψω τα κουλουράκια!

Που λέτε, όποιος θέλει μπορεί. Το είπα;

Κυριακή  βράδυ, εγώ και η κολλητή μου σε ένα ταξί στην Αθήνα με προορισμό τη Νέα Σμύρνη. Ένα ανεπιθύμητο συμβάν και μια σχέση που δεν κατέληξε ωραία. Πολλά συναισθήματα, πολλές σκέψεις, πολλές ερωτήσεις. Και πάνω απ'όλα αγανάκτηση.

Και ένα γιατί.
Ένα τεράστιο γιατί.


Γιατί;
Γιατί δε θέλει.

Τα πράγματα είναι πολύ απλά στη ζωή. Τις περισσότερες φορές είμαστε εμείς που τα κάνουμε πολύπλοκα επειδή και μόνο δεν ξέρουμε τι θέλουμε. Εάν θες, το κάνεις, εάν δε θες, δεν το κάνεις.
Είναι ΤΟΣΟ μα ΤΟΣΟ απλό. Δεν είμαστε πρόεδροι της δημοκρατίας, δεν είμαστε κοινωνικοί σύμβουλοι, δεν είμαστε καν υπάλληλοι σε μια τεράστια εταιρία, είμαστε απλοί εικοσάρηδες που το μόνο που καταφέρνουμε είναι να απογοητεύουμε τους γύρω μας.

Θες σχέση; Κάνε. Δε θες; Μην κάνεις.
Μη μου λες ότι δεν έχεις χρόνο, έχεις το ένα και το άλλο. Εάν θες, το προσπαθείς, ακόμα και αν βλέπεις ότι δεν πάει το πράγμα. Εάν θες, προσπαθείς τουλάχιστον να κάνεις τον άλλο να νιώσει ότι το θες. Να δει ότι προσπαθείς έστω. Επίσης εάν εσύ θες, ο άλλος το καταλαβαίνει. Το νιώθει.
Εάν δε θες μπορείς να βρεις ένα σωρό δικαιολογίες. Ένα σωρό πράγματα που ουσιαστικά δεν είναι πρόβλημα. Εάν δε θες, δε θες. Τέλος. Πως να το πω πιο απλά; Εάν δε θες, δεν προσπαθείς καν να πείσεις τον άλλο ότι θες. Δε σε νοιάζει, γιατί δε θες. Γι'αυτό και εγώ δε θα θέλω σε λίγο καιρό. Και όταν θα θέλεις δε θα θέλω, και όταν θέλω δε θα θέλεις και θα συνεχιστεί έτσι μέχρι να βαρεθώ.
Με κουράζει.

Τη θες τη γαμημένη τη μπλούζα; Πάρτην. Δεν τη θες; Μην την παίρνεις.
ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ να μη μπορείς να βρεις δεκαπέντε λεπτά. Απλά δε γίνεται ρε αγόρι μου, πως να στο πω; Δε γίνεται να μη μπορείς να πεταχτώ ΕΓΩ δυο λεπτά από το σπίτι σου να στη δώσω. Τότε θα σου κοστίσει πόσο; Πέντε λεπτά; Πέντε γαμημένα λεπτά!
Δεν ήθελες να με δεις, αυτό ήταν. Όχι ότι δεν μπορούσες, δεν ΗΘΕΛΕΣ. Αλλά, τι; Ζητάς πρώτα να σου φτιάξω κάτι ενώ ξέρεις ότι κάποια στιγμή θα πρέπει να με συναντήσεις για να το παραλάβεις, και μετά αφήνεις να περάσουν τρεις μήνες λέγοντας μου οτι ΘΕΣ αλλά δεν ΜΠΟΡΕΙΣ. Μα είναι δυνατόν; Περίμενες πραγματικά να το πιστέψω; Και νόμιζα με θεωρούσες έξυπνη....

Θες να με δεις; Έλα. Δε θες; Μην έρχεσαι.
Όπως και ήρθες. Διέσχισες την Αθήνα στις δύο η ώρα το βράδυ για να με δεις. Και εφτά η ώρα το πρωί έπρεπε να παρουσιαστείς. Κι όμως, δεν ήξερες που βρίσκομαι, που μένω. Αλλά ήρθες έστω για τη μία αυτή ώρα. ΑΥΤΟ σημαίνει θέλω. Το διαβάζετε ορισμένοι; Αυτό σημαίνει ΘΕΛΩ. Ούτε μα, ούτε μου, ούτε έχω να ξυπνήσω νωρίς, ούτε αύριο παρουσιάζομαι, ούτε είμαι κουρασμένος, ούτε κατουρήθηκα στην προπόνηση και πρέπει τώρα να πάω στο σπίτι της θείας να αλλάξω, που βρίσκεται στις Σέρρες γιατί ξέχασα τα βρακιά μου εκεί. Ηλίθιες δικαιολογίες. Ήθελες και το έκανες.
Όλοι οι άλλοι εσείς, σακ μαι...

Εντάξει; Σας έδωσα να καταλάβετε; Εάν θέλετε, το κάνετε. Εάν δε θέλετε, δεν το κάνετε.
Δεν ήθελα να έρθω Καβάλα.
Δεν ήθελα να πάω Πατρα.
Δεν ήθελα να σε δω.

Ε, δεν το έκανα. Τέλος.

Εαν θες, το κάνεις. Εαν δε θες........ το κουράζεις!
Τουλάχιστον να έχεις τα κότσια να το πεις και να μην παραμυθιάζεις τον άλλο με τις παπαριές σου.
Ναι, έχω νεύρα. Με νευριάζουν οι κότες.

ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΔΕ ΜΠΟΡΩ, ΥΠΑΡΧΕΙ ΔΕ ΘΕΛΩ..
ΤΕΛΟΣ!
Καλή σας μέρα, πάω να πάρω τα χάπια μου. Τα κίτρινα. Ή τα κόκκινα;

Χμμμ....

Τετάρτη 16 Φεβρουαρίου 2011

Anti-Valentine's Day

Πριν αρχίσετε τις εξυπνάδες, ξέρω ότι η ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου ήταν πριν δύο μέρες. Το ξέρω πολύ καλά, αφού πήρα και ένα πολύ όμορφο δωράκι, χιχι χι... ΓΚΟΥΧ.. σοβαρευόμαστε τώρα.

Θα ήθελα να σχολιάσω ένα φαινόμενο που νομίζω ότι όσο περνάνε τα χρονια, γίνεται πιο έντονο.

Τους 'αντι-βαλεντινικούς'.
Τους 'επαναστάτες'.
Τους 'ρέμπελους'.

Δηλαδή έχουμε καταντήσει να είναι περισσότεροι αυτοί που λένε ότι δε γιορτάζουν τέτοιες μέρες από αυτούς που λένε ότι θα γιορτάσουν.

Και θα σας εξηγήσω αμέσως τι εννοώ.

Ξυπνάω την όμορφη Δευτέρα λοιπόν και ανοίγω το Facebook με την τσίμπλα στο μάτι (όχι ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΕΘΙΣΜΕΝΗ, ωχ κάποιος μου έκανε like κάτσε να δω...) και βλέπω διάφορα όμορφα στάτους του στυλ:
"Δε γιορτάζω", "Χρόνια πολλά σε όλα τα πιτσουνάκια.. ΠΡΟΒΑΤΑ!", "Δε γουστάρω να γιορτάσω σήμερα!"

καθώς και διάφορες σελίδες που έλεγαν ότι "Ωχ τώρα θα μας τα πρήξουν με τον άγιο βαλεντίνο" και "14 Φλεβάρη, τα παπάρια μου να πάρει" και άλλες τέτοιες ομορφιές.
Υπάρχουν και αυτοί που όταν τους ρωτάς αν γιορτάζουν εκείνη τη μέρα, σου απαντάνε "Εγώ κάθε μέρα γιορτάζω!". Τθου ρε Λάκη!
Άλλοι έβαζαν για φώτο προφίλ αντί-βαλεντινικές εικόνες και άλλοι δήλωναν πως "Δε χρεάζομαι μέρα για να εκφράσω τα συναισθηματά μου".

Well, GUESS WHAT! You just did.

Δεν καταλαβαίνετε ότι έχετε καταλήξει όλοι να είστε το ακριβώς αντίθετο από αυτό που υποτίθεται σας προτρέπει αυτή η γιορτή να είστε, κάνοντας στην ουσία αυτό που κάνουν και αυτοί που γιορτάζουν; Να διαλέγουν δηλαδή μια συγκεκριμένη μέρα να εκφράσουν τα συναισθηματά τους. Ξυπνάτε δηλαδή τη συγκεκριμένη ημέρα με τα μούτρα μέχρι το πάτωμα και το μόνο που σκέφτεστε είναι το ότι δε θέλετε να γιορτάσετε του Αγίου Βαλεντίνου. Ότι ξαφνικά θα έρθουν όλοι πανω σας και θα σας πρήξουν με τα "Χρόνια Πολλά" είτε είστε σε σχέση είτε όχι. Δηλαδή ουσιαστικά, κάνετε το ίδιο με τους άλλους! Δεν διαλέγετε να αισθάνεστε όπως εσείς θέλετε, απλά προσπαθείτε να πάτε κόντρα στο 'κύμα', με αποτέλεσμα να μπαίνετε και εσείς στο 'κύμα' αυτό.
Το ότι είστε από την αντίθετη πλευρά, δε σημαίνει ότι και καλά δεν πηγαίνετε με τη μάζα.

Η γνώμη μου είναι ότι όλοι εσείς που και καλά δε γιορτάζετε, μάλλον την έχετε πάθει κάποια στιγμή στο παρελθόν με κάποια σχέση σας και από τότε αυτή η γιορτή σας θυμίζει όλες τις ωραίες στιγμές στις οποίες πλέον δεν έχετε πρόσβαση. Για αυτό είστε τόσο πικρόχολοι και σπαστικοί και τη σπάτε και στους ερωτευμένους! ΑΝΤΕ ΤΩΡΑ!

Τέλος να εκφράσω και τη δική μου γνώμη για τον Άγιο Βαλεντίνο. Δεν καταλαβαίνω γιατί όλοι λέτε "Δε χρειάζομαι μέρα να μου δείξει πως να νιώθω" ή"Η γιορτή του Αγίου Βαλεντίνου είναι μια εμπορική γιορτή για τα ανθοπωλεία και τα ζαχαροπλαστεία" ή "Και τι δηλαδή, μόνο τον Άγιο Βαλεντίνο θα γιορτάζω; Εγώ με το ταίρι μου γιορτάζουμε κάθε μέρα".

Και τι δηλαδή;

Επειδή γιορτάζεις κάθε μέρα δε μπορείς να έχεις μια μέρα που θα είναι το κάτι παραπάνω; Κάτι σαν τη γιορτή της σχέσης σας; Γιατί υπάρχει η Γιορτή της Μητέρας και η Γιορτή του Πατέρα; Για να σας δώσει μια ευκαιρία να δείξετε στους γονείς σας πόσο τους αγαπάτε; Όχι φυσικά! Κάθε μέρα τους το δείχνετε! Όμως, εκείνες τις ημέρες δεν ξεσηκώνεται κανείς να πει "ΕΓΩ ΔΕ ΓΙΟΡΤΑΖΩ ΣΗΜΕΡΑ! ΕΓΩ ΤΗ ΜΑΜΑ ΜΟΥ ΤΗΝ ΑΓΑΠΑΩ ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ!".
Δηλαδή, χρειάζεσαι τα γενέθλιά σου για να γιορτάσεις το ότι ζεις; Όχι, ζεις τη ζωή σου κάθε μέρα. Απλά τα γενεθλιά σου είναι μια πιο ιδιαίτερη μέρα για 'σένα.
Έτσι και η Ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου είναι μια πιο ιδιαίτερη μέρα για τα ζευγάρια. Μια ημέρα μόνο για αυτούς, για να γιορτάσουν την αγάπη τους. Μην αγοράζετε σοκολατάκια και αρκουδάκια, δε χρειάζεται. Μείνετε σπίτι μαζί και ερωτευτείτε, κάνετε μια βόλτα στην παραλία αγκαλιά, δείτε μια ταινία στην τηλεόραση.
Το θέμα είναι τι θα νιώσετε, όχι τι θα δώσετε.

Μην τρελαίνεστε.
Δε θα αλλάξετε τώρα τον κόσμο. Ούτε θα τον αλλάζατε επειδή δε γιορτάζετε. Χαρείτε τη ζωή και τις βλακείες της όσο μπορείτε.

Γιατί;


Γιατί το 2012 είναι κοντά!

;)




Δευτέρα 7 Φεβρουαρίου 2011

Πότε καταλαβαίνεις ότι σου κόστισε;

Πριν από μερικές μέρες (αρκετές μέρες βασικά) έγινε κάτι που δεν ήθελα. Δεν το ήθελα με τίποτα παρότι η συμπεριφορά μου το προκαλούσε όλο και περισσότερο.

Χμ...

Πως να το πω για να σας δώσω να καταλάβετε. Δεν ήθελα με ΤΙΠΟΤΑ να γίνει. Θα ήθελα να συνεχστεί όσο περισσότερο γίνεται, αλλά δόθηκε ένα απότομο τέλος. Ωραία, το έχουμε; Ήμουν συναισθηματικά δεμένη με την όλη κατάσταση, πως να το πω.  Δεν το περίμενα, μου ήρθε ξαφνικό. Απρόσμενο. Ανεπιθύμητο.

Παρόλα αυτά, παρότι ένιωθα πολλά, ήθελα πολλά και περίμενα πολλά, δεν είχα κλάψει. Δεν είχα καθήσει ούτε ένα  βράδυ να σκεφτώ τις αιτίες ούτε να επεξεργαστώ το πως προέκυψε το αποτέλεσμα. Δεν σκέφτηκα τις αιτίες, το ποιος φταίει, το γιατί έγινε. Δεν αναρωτήθηκα τι προκάλεσε αυτή την ξαφνική αλλαγή, τίποτα. Δεν έκανα τίποτα. Απλά το δέχτηκα τόσο απότομα όσο μου ήρθε. Ήρθε, με χτύπησε και με προσπέρασε.  Ο 'πόνος' κράτησε μόνο την ώρα της επαφής.

Ή μήπως δεν ήταν έτσι;

Μερικές μέρες αργότερα από το 'συμβάν' έγινε κάτι στο σπίτι. Ένας καυγάς. Ήταν πραγματικά ασήμαντος αλλά με έκανε να ξεσπάσω τόσο μα τόσο πολύ. Με έκανε να φωνάξω, να κλάψω, να σπάσω πράγματα. Γιατί; Επειδή με κατηγόρησαν οι γονείς μου για κάτι για το οποίο δεν έφταιγα.

Ή μήπως δεν ήταν αυτό;

Μήπως όλη αυτή η ένταση προήλθε από το γεγονός που περιέγραψα στην αρχή; Μήπως τελικά όλο αυτό με είχε επηρεάσει τόσο μα τόσο πολύ ώστε να μου προκαλέσει ένα τόσο τρομακτικό ξέσπασμα;
Κι όμως, όταν μέσα στα κλάματα σκέφτηκα για λίγο 'αυτόν', η πρώτη μου αντίδραση ήταν "Δε μας χέζεις κι εσύ;". Κι ακόμα και τώρα δε θεωρώ ότι ήταν αιτία, ούτε καν αφορμή, για αυτό το ξέσπασμα.
Δε μπορώ όμως να κατανοήσω πως κάτι που με απασχολούσε τόσο πολύ δεν μου δημιούργησε κάτι πιο έντονο στο τέλος του; Πως γίνεται να μην υπάρχει κάτι πιο βαθύ πέρα από την καθημερινή μουρμούρα στις φίλες; Δε θα έπρεπε να ξοδεύω βραδιές με τραγούδια του Χατζηγιάννη και να αναπολώ τις παλιές καλές στιγμές; Δε θα έπρεπε να πάρω δύο κιλά επειδή έφαγα τρία μπολ με μερέντα; Ε;

Πότε λοιπόν ξέρουμε ότι έχουμε στεναχωρηθεί; Πότε νιώθουμε αυτό το κενό που αναπόφευκτα μας φέρνει το τέλος μιας κατάστασης, οποιαδήποτε και αν είναι αυτή, εφόσον είναι μια κατάσταση που μας ευχαριστούσε. Είναι αναλογικά όλα αυτά; Όσο πιο πολύ δεμένος ήσουν, τόσο πιο πολύ χρόνο αφιερώνεις στο να το ξεπεράσεις;

Και αν στην τελική δεν ένιωθες όσα νόμιζες ότι νιώθεις, πως το ξέρεις; Πως ξέρεις ότι δεν ήταν κάτι επιφανειακό;

Να απαντήσω στο τελευταίο λέγοντας πως

... τρία γαμημένα χρόνια δεν γίνεται να είναι επιφανειακά.

Πέμπτη 3 Φεβρουαρίου 2011

Ποιο είναι το νόημα της ζωής τελικά;

Ξέρετε τι;
Νομίζω πρέπει να συνηθίσω να ξυπνάω νωρίς. Μου κάνει εντύπωση η ταχύτητα με την οποία τρέχουν οι σκέψεις μου τέτοιες ώρες. Χα! Και έλεγα ότι δεν είμαι πρωινός τύπος.

Χθες το βράδυ έγινε κάτι διαφορετικό από ό,τι γίνεται τα τελευταία χρόνια. Μια αίσθηση, μια εμπειρία, πες το όπως θες, αλλά έχω πάρα πολύ καιρό να το νιώσω, από την άποψη ότι δεν υπήρχε κάποιος να μου το προσφέρει.

Δεν είμαι ερωτευμένη, όχι. Μην αγχώνεσαι.
Απλά έγινε κάτι διαφορετικό και με έβγαλε από τη ρουτίνα.
Ούτε έκανα σεξ, όχι. Μην τρελαίνεσαι!
Απλά έγινε κάτι διαφορετικό, αυτό είναι όλο.

Ανακαστικά κοιμήθηκα το βράδυ σε μια φίλη η οποία είνα τώρα τρίτη λυκείου (και fellow blogger παρακαλώ) και έπρεπε να ξυπνήσω μαζί της το πρωϊ, την ώρα που πήγαινε σχολείο, για ευνόητους λόγους.
Η όλη κατάσταση, δηλαδή το ότι ο εγκέφαλός μου ήταν ενεργός μια τέτοια ώρα μαζί με το ότι έγινε αυτό το διαφορετικό που περιγράφω, με έβαλε σε σκέψεις.
Σε πολλές πολλές πολλές σκέψεις.
Θέλω συνέχεια να μιλάω, να συζητάω. Δεν ξέρω πόσο θα κρατήσει, γενικά είμαι άνθρωπος που ενθουσιάζεται εύκολα και για λίγο.

Το θέμα είναι ότι παρότι όλο αυτό το κείμενο μοιάζει να είναι μια χαρούμενη αλλαγή στις μέρες μου, μια εύθυμη προσθήκη στις αναγνώσεις σας, η εξέλιξή του δεν έχω σκοπό να είναι η ίδια.
Όταν σκέφτεσαι πολύ, αναπόφευκτα σκέφτεσαι τα πάντα. Και όταν λέω τα πάντα, εννοώ τα πάντα.

Άρχισα από σκέψεις του στυλ "Τι κάνουμε τώρα;" μέχρι "Δε θέλω δεσμεύσεις" μέχρι "Τώρα παρατηρώ άλλα πράγματα πάνω μου" και "Τι κάνω στον κόσμο" και "Γιατί δίνω τόση σημασία σε ασήμαντα προβλήματα ενώ άλλα παιδάκια δεν έχουν να φάνε".

Κάποιο παιδί είχε για πάρα πολύ καιρό προσωπικό μήνυμα "The meaning of life is searching for the meaning of life". Και έρχομαι και σκέφτομαι εγώ τώρα... Γιατί να το ψάχνουμε; Αν για όλη σου τη ζωή ψάχνεις για το νοημά της, δεν χάνεις ουσιαστικά τη ζωή σου; Εννοώ... γιατί να το ψάχνουμε και να μην το ανακαλύπτουμε λίγο λίγο; Τώρα θα μου πεις ότι αυτό που λέω είναι ουσιαστικά το ίδιο, αλλά υπάρχει μια πολύ λεπτή γραμμή που το διαχωρίζει. Το να λες ότι ψάχνεις κάτι μια ζωή σε κάνει να μοιάζεις λίγο χαμένος και λίγο ότι αφήνεις τη ζωή να κυλήσει χωρίς ουσιαστικά να κάνεις κάτι. Το να ανακαλύπτεις κάτι νόμίζω σημαίνει το να συλλέγεις πολλές και διαφορετικές εμπειρίες και μέσα από αυτές να αναγνωρίζεις σταδιακά τι αξίζει και τι όχι. Και στο τέλος, όλα αυτά τα μικρά που πραγματικά αξίζουν και που πλέον είσαι σε ηλικία να τα εκτιμήσεις, είναι αυτά που αποτελούν το πραγματικό νόημα της ζωής. Στον κάθε ένα είναι διαφορετικό. Δεν είναι ένα το νόημα της ζωής. Και το ότι μπορεί κάποιος να θεωρείται ότι είχε λάθος ζωή αλλά παρόλα αυτά να βρήκε το νόημά της, δεν πάει να πει ότι το νόημα αυτό ήταν και λάθος. Ξέρω είναι περίεργα αυτά που λέω και σε μπερδεύω, αλλά είναι σκέψεις που γεννιούνται η μία μετά την άλλη χωρίς να μπορώ να τις σταματήσω.

Γυρνώντας σπίτι μου σήμερα το πρωί βρήκα τη μαμά μου να ετοιμάζεται να πάει δικαστήριο. Τίποτα το σημαντικό, μην ανησυχείς. Αυτό που θέλω να αναφέρω είναι ότι μιας και είχαμε χρόνο, καθώς πήρε άδεια από τη δουλειά, καθήσαμε και μιλήσαμε. Και της ανέφερα το γνωστό πρόβλημα. Αυτό το πρόβλημα που έχουν όλα τα κορίτσια της ηλικίας τους, είτε είναι με την εμφάνισή τους είτε είναι με οτιδήποτε άλλο ασήμαντο που τους απασχολεί, και από τόσο το κάνουν ΤΟΟΟΟΟΟΣΟΟΟΟΟ.
Το έχουμε συζητήσει άπειρες φορές αυτό το θέμα και γενικότερα όποιος με γνωρίζει ξέρει ότι απασχολεί ένα μεγάλο μέρος του ατελή εγκέφαλού μου (αυτό σημαίνει ατελείωτου, όχι μη-τέλειου χα-χα). Όπως όμως κάθε φορά που με πιάνουν τα υπαρξιακά μου, έτσι το ανέφερα και σήμερα. Και όπως πάντα η μαμά έχει την ίδια απάντηση. Το ότι δεν είναι τόσο σημαντικό, το ότι το έχω τονίσει σε υπερβολικό βαθμό και τα λοιπά... Συμφωνώ μαζί της, συμφωνώ στο ότι το έχω κάνει να φαίνεται πάρα πολύ σημαντικό ενώ δεν είναι, αλλά όχι και ότι δεν υπάρχει. Το πρόβλημα υπάρχει. Δεν είναι στη φαντασία μου. Απλά δεν είναι τόσο μεγάλο όσο το παρουσιάζω. "Μαμά", της λέω, "είναι μερικές φορές που βλέπω κοπέλες και σκέφτομαι τι ανάγκη έχεις εσύ και άλλες φορές που λέω Ίρις μη λες πολλά γιατί ποιος ξέρει τι έχουν αυτές που δεν γνωρίζεις εσύ και μπορεί να είναι πιο σημαντικό από αυτά για τα οποία γκρινιάζεις εσύ... Όμως με απασχολεί τόσο μα τόσο πολύ και είναι κρίμα".
Εκείνη τη στιγμή ανοίγει ένα φάκελο της Unicef και μου λέει "Κοίτα εδώ να πάρεις μια γεύση να δεις ποια είναι τα πραγματικά προβλήματα. Δεν έχουμε προβλήματα Ίρις μου, για αυτό μας απασχολούν τα λάθος πράγματα. Δεν έχουμε κάτι να μας απασχολεί, κάτι σοβαρό. Τις προάλλες πέθανε η μητέρα μιας κοπελίτσας στο Λύκειο. Και εσύ Ίρις, έχεις πάρα πολύ ελεύθερο χρόνο στα χέρια σου γι'αυτό και σκέφτεσαι όλα τα λάθος πράγματα". Οπότε της απαντάω "Γιατί ρε μαμα, ο καθένας δε σκέφτεται σύμφωνα με αυτά που έχει; Τα προβλήματα δεν πάνε αναλογικά; Η ζωή που έχεις και που κάνεις καθορίζει και τα προβλήματα που έχεις και που σε απασχολούν. Και στην τελική, όπως είπε και η Άννα Φρανκ, γιατί θα πρέπει να σκεφτώ όλους τους δυστυχισμένους του κόσμου για να νιώσω καλύτερα για τη δική μου ζωή;".

Μετά κάθησα και σκέφτηκα. Γιατί πρέπει να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης για να αναγνωρίζουμε τι είναι καλό και τι κακό; Ή μάλλον όχι. Ξέρουμε τι είναι καλό και τι κακό, τι σημαντικό και τι όχι, απλά δεν τους δίνουμε τη σωστή βαρύτητα. Γιατί εγώ πρέπει να σκεφτώ τα παιδάκια στην Αφρική για να νιώθω ευγνώμων για το φαγητό που έχω και για τη στέγη που με φυλάει; Γιατι θα πρέπει να δώ κάποιον πολύ άσχημο ή πάρα πάρα πολύ χόντρο για να πω ότι βρίσκομαι σε καλή κατάσταση; Γιατί να νιώσω πλούσια στη θέα των ζητιάνων στον δρόμο;
Γιατί να μη μπορώ να εκτιμήσω τη ζωή χωρίς το θάνατο; Δεν είπα να αγνοήσω το θάνατο, είπα να μην είναι η προϋπόθεση για να ζήσω. Δεν υπάρχει ζωή χωρίς θάνατο θα μου πεις. Γιατί όμως; Πως και πότε θα μπορέσουμε να νικήσουμε αυτή την ατέλειά μας;
Θα ήθελα να κάνω εθελοντική εργασία, να βοηθήσω αυτούς που πραγματικά έχουν ανάγκη, να ταξιδέψω, να ζήσω, για να συλλέγω από όλα αυτά τις εμπειρίες και τα ερεθίσματα που χρειάζομαι για να αποκτήσω μια ορθότερη άποψη για τη ζωή. Ναι ίσως να είμαι πολύ πολύ μικρή για κάτι τέτοιο, αλλά από την άλλη ποτέ δεν είναι αργά.

Και να κλείσω λέγοντας ένα παράπονό μου. Αυτό το γαμημένο το κουτί δεν έχει τόση πολλή σημασία! Δεν έχει! Είναι το περιτύλιγμα, είναι κάτι που χάνεται, που φθείρεται. Δεν έχει καμία αξία. Μην του δίνετε τόση αξία. Τι κι αν έχεις λίγο μεγαλύτερη μύτη από τους άλλους; Τι κι αν έχεις μικρότερα μάτια ή στραβά δόντια; ΤΙ ΡΕ; Τι σημασία έχει; Γαμώτο! Να μπορούσα να φωνάξω σε όλους ΞΥΠΝΗΣΤΕ! Και στον εαυτό μου! Προπάντως στον εαυτό μου! Δεν είμαστε αυτό που φαινόμαστε. Ξεκολλήστε από τα στερεότυπα! Τις προάλλες ήμουν βόλτα με μια φίλη μου και μιλούσαμε για ένα παιδί. Και της λέω "Βρε Χ. δεν το σκέφτεσαι καθόλου μαζί του; Δηλαδή, άντε, γιατί δεν τα φτιάχνετε;" και η απάντησή της ήταν "Μα, με χαραμίζεις έτσι βρε Ίρις; Με αυτόν".
Να σου πω κάτι; Καταλαβαίνω να μη σου αρέσει κάποιος εμφανισιακά. Επειδή δεν μετράει η εμφάνιση, δεν πάει να πει ότι θα κάνεις παιδιά με όποιον έχει τα όργανα τα οποία χρειάζονται για να γίνουν. Εννοείται πως θα βρεις αυτόν που θα σου κάνει το 'κλικ', για τον 'χ', 'ψ' λόγο, αυτόν που με μια ματιά του θα σε κάνει να ανατριχιάσεις και πάει λέγοντας. Γιατί όμως να μειώσεις σε τέτοιο βαθμό και να υποτιμήσεις τόσο πολύ κάποιον ο οποίος κατά τα λεγόμενά σου δεν είναι 'αντάξιος' σου εμφανισιακά; Εσένα (και όταν λέω εσένα δεν απευθύνομαι στη φίλη μου, αλλά σε όλες και όλους εσάς που με διαβάζετε) πως σε κάνει να αισθάνεσαι όταν κάποιος σε απορρίπτει από το πρώτο κιόλας λεπτό επειδή δεν του αρέσεις; Και πάλι λέω, δε θα πας με τον πρώτο τυχόντα απλά για να πεις ότι δεν τον απέρριψες. Απλά να μην ακυρώνεις και να μην μειώνεις τόσο πολύ την αξία κάποιων άλλων χαρακτηριστικών. Οι ωραίοι δεν πάνε μόνο με ωραίες όπως και οι άσχημοι δεν πάνε μόνο με άσχημες. Και στην τελική, ποιος είναι ωραίος και ποιος άσχημος; Ποια είσαι εσύ και ποιος είσαι εσύ για να πεις ότι κάποιος είναι ωραίος και κάποιος άσχημος. Ναι έχεις τη γνώμη σου, αλλά δεν πάει να πει ότι ισχύει τώρα. Το έχω πει άπειρες φορές. Άλλο να πεις "Αυτό είναι σκατά" και άλλο να πεις "Κατα τη γνώμη μου αυτό είναι σκατά". Είσαι ο μαθητής, όχι η αυθεντία!

Σκέψου το.

Και μην έρθεις και μου πεις "Α τότε εσύ γιατί δεν πηγες με αυτόν;". Απλά δε μου έκανε το κλικ. Έχει διαφορά όμως να μη σου κάνει κάποιος το κλικ από το να τον μειώνεις τόσο επειδή δεν έχει τα μάτια και το χαμόγελο που θες.

Κάποτε θα μάθω να ζω με όλες μου τις ατέλειες, θα μάθω να τις αγκαλιάζω και να τις αγαπήσω, και θα είμαι η Ίρις που θέλω να είμαι.
Μέχρι τότε...



Καλά να περνάτε!