Δευτέρα 14 Μαρτίου 2011

Όνειρο ήτανε...(6 και τελευταίο)

Στεκόμαστε έτσι ακίνητοι για κάποια ώρα έως ότου έρχεσαι και στέκεσαι δίπλα μου. Κοιτάμε και οι δύο τη θάλασσα. Τη θάλασσα... θα έπρεπε να με χαλαρώνει αλλά αντίθετα με πνίγει. Γυρνάς και με κοιτάς σιωπηλά. Με πλησιάζεις και με κοιτάς κατάματα. Νιώθω το σώμα μου αδύναμο και αγχώνομαι στη σκέψη του τι μπορεί να ακολουθήσει. Κλείνεις το πρόσωπό μου στα χέρια σου και πλησιάζεις ακόμα περισσότερο. Μετά από δύο δευτερόλεπτα ατελείωτης σιωπής, με φιλάς. Με φιλάς και απομακρύνεσαι γρήγορα για να δεις αντίδραση. Νιώθω τους παλμούς μου να τρελαίνονται και την αναπνοή μου να επιταχύνεται. Με ξαναφιλάς και αυτή τη φορά με αγκαλιάζεις. Νιώθω τα μάτια μου υγρά και τα χείλη μου να τρέμουν. Σταματάς και με παρατηρείς ξαφνιασμένος.


-Τι έγινε; με ρωτάς ανήσυχα
-Είχες τόσες πολλές ευκαιρίες, λέω στεναχωρημένη. Τόσους μήνες που ήμουν ερωτευμένη μαζί σου, που σου το έδειχνα με κάθε δυνατό τρόπο που υπάρχει. Αλλά, όχι, τότε διάλεξες να με διώξεις. Και περίμενες τι; Ό,τι όποια στιγμή και να έρθεις θα με βρεις εκεί; Ό,τι τι; Θα μείνω για πάντα κολλημένη μαζί σου; Σίγουρα αποτελείς κεφάλαιο στη ζωή μου, δε θα σε ξεχάσω ποτέ, αλλά δεν μπορείς πάντα να ασκείς επιρροή πάνω μου...


Απομακρύνομαι και κατευθύνομαι προς το αμάξι. Με πλησιάζεις και με σταματάς.


-Μπορώ να απαντήσω σε όλα όσα μου είπες; με ρωτάς
-Φυσικά, σου λέω και στέκομαι περιμένοντας να σε ακούσω.
-Έχεις δίκιο, δεν έπρεπε να θεωρώ πως όποτε και να θέλω θα σε βρίσκω διαθέσιμη. Δεν ξέρω πόσο ειλικρινές θα ακουστεί αυτό, αλλά ένιωθα πράγματα για 'σένα παλιά. Όταν είχαμε πρωτογνωριστεί... Όχι, κάτσε μην ξεφυσάς. Άκουσε με! Ισχύει. Άσχετα αν δεν έδωσα να το καταλάβεις. Και τώρα που είμαι πλέον μόνος, τα ξαναθυμήθηκα όλα. Και τα ξαναένιωσα. Αλήθεια.


Νιώθω την καρδιά μου να βουλιάζει στο στήθος μου λες και κρεμόταν από μια κλωστή η οποία μόλις κόπηκε. Το μόνο που κρατούσε αυτή την κλωστή ήταν η πεποίθηση ότι εσύ δε θα μπορούσες να νιώσεις ποτέ κάτι για 'μένα. Και τώρα ξαφνικά μου τα καταρρίπτεις όλα. Όλα εκείνα τα κείμενα και όλα εκείνα τα βράδυα με τις κολλητές που ήταν αφιερωμένα στο να αποκρυπτογραφήσω τη συμπεριφορά σου.
Με τα χίλια ζόρια, λέω για πρώτη φορά στη γνωριμία μας αυτό που πραγματικά θέλω να πω χωρίς να φοβάμαι αν σε χάσω:


-Άργησες. Λυπάμαι, ειλικρινά λυπάμαι. 


Μένουμε για λίγο να κοιταζόμαστε, εγώ με βουρκωμένα μάτια και εσύ τόσο σοβαρός όσο δε σε έχω δει ποτέ. Η καρδιά μου σκίζεται σε χίλια κομμάτια, σχεδόν την ακούω. Χαμηλώνω το κεφάλι και παίζω με ένα σκουπιδάκι στο έδαφος.


-Μήπως θα ήταν καλύτερα να γυρίσουμε, σε ρωτάω.


Χωρίς να απαντήσεις, με γρήγορα και νευρικα βήματα μπαίνεις στο αμάξι. Σε ακολουθώ και μπαίνω κι εγώ. Η σιωπή στη διαδρομή είναι τρομακτική, οπότε ανοίγω το ραδιόφωνο για να σπάσει λίγο η άσχημη αυτή ατμόσφαιρα. Δεν αντιδράς καθόλου, δεν αποσπάς ούτε για δευτερόλεπτο το βλέμμα σου από τον δρόμο. Δάκρυα πολιορκούν τα μάτια μου, αλλά προσπαθώ με όσες αντοχές έχω να τα συγκρατήσω. Δεν ξέρω γιατί στεναχωριέμαι τόσο πολύ. Γιατί επιτέλους κατάφερα να βρω τη δύναμη να σε διώξω ή γιατί σε χάνω για εκατοστή φορά; Σου γυρνάω την πλάτη και ακουμπάω στο κάθισμα με τον ώμο μου. Κοιτάω από το παράθυρο διάφορα ζευγάρια και αναρωτιέμαι αν βρήκαν ο ένας τον άλλο εύκολα ή αν, όπως κι εγώ, έπρεπε να περάσουν από καταιγίδες για να βρουν τη λιακάδα.
Φτάνουμε στο σπίτι μου, παρκάρεις, σβήνεις τη μηχανή και στέκεσαι ακίνητος κοιτώντας το δρόμο μπροστά. Σε κοιτάω χωρίς να πω τίποτα και μετά από μερικά δευτερόλεπτα πιάνω το χερούλι για να ανοίξω την πόρτα αλλά με διακόπτεις.


-Δεν καταλαβαίνω γιατί δεν μπορούμε να προσπαθήσουμε! Δεν έχουμε προσπαθήσει καν να είμαστε μαζί! Δεν.. δεν έχουμε προσπαθήσει... λες και ξεφυσάς.
-Εσύ δεν έχεις προσπαθήσει, σου λέω και σε κοιτάω στα μάτια. 
-Νομίζω καταλαβαίνω έστω και λίγο πως ένιωσες. Το να θες κάτι, επειδή απλά το θες, να είναι τόσο κοντά σου, αλλά να μη σου δίνεται...
-Χ., σου λέω και βάζω την παλάμη μου στο μάγουλό σου, μην στεναχωριέσαι. Σε λιγότερο από έναν μήνα θα βρεις μια κοπέλα να απασχοληθείς. Δεν είναι ότι έπαιξα και τόσο σημαντικό ρόλο στη ζωή σου. Απλά τώρα ξέρεις τι έχεις πάθει; Είσαι σαν τα παιδάκια που θέλουν παγωτό και το θέλουν τη στιγμή που το ζητάνε. Δεν είναι ότι το παγωτό είναι τόσο σημαντικό στη ζωή τους ούτε ότι το παγωτό συγκεκριμένα είναι η αγαπημένη τους λιχουδιά. Απλά έρχεται αυτή η στιγμή που τους κολλάει στο μυαλό και δεν ηρεμούν μέχρι να το πάρουν. Και μόλις το φάνε, μετά συνειδητοποιούν ότι μπορούσαν να ζήσουν και χωρίς αυτό. Αυτό είμαι εγώ για 'σένα. Θα πας σπίτι σου, θα ξαπλώσεις, θα το σκεφτείς ίσως μια μέρα ακόμα, και μετά θα ξεχαστείς. Γι' αυτό μην το κάνεις ακόμα πιο δύσκολο απ'ό,τι ήδη είναι για 'μένα, γιατί εσύ για μένα δεν είσαι παγωτό. Δεν είσαι ένα καπρίτσιο. Είσαι κάτι πολύ σημαντικό που με έκανε χίλια κομμάτια. Σταμάτα λοιπόν να κάνεις σα μικρό παιδί. 


Παίρνω την τσάντα μου από το πίσω κάθισμα και ανοίγω την πόρτα. Νιώθω το χέρι σου στο δικό μου να με τραβάει προς το μέρος σου. Με φιλάς σχεδόν βίαια, αλλά στη συνέχεια το φιλί γίνεται απαλό και ήρεμο. Με κοιτάς στα μάτια και μου ζητάς βουβά συγνώμη. Γνέφω θετικά, ανοίγω την πόρτα και φεύγω. Μένω να στέκομαι στο πεζοδρόμιο μέχρι να χάσω το αμάξι σου από τα μάτια μου.
Μια γλυκιά μελαγχολία με κατακλύζει και καταρράκτες κυλάνε από τα μάτια μου. Αφού έκανα το σωστό, γιατί πονάω τόσο πολύ; Γιατί νιώθω μια αφοπλιστική επιθυμία να ουρλιάξω το όνομά σου και να σε παρακαλέσω να γυρίσεις πίσω; Γιατί θέλω τόσο απεγνωσμένα να πάρω πίσω όλα όσα είπα και να σου δώσω αυτή την ευκαιρία που τόσο έντονα επιθυμούσες;


Μπαίνω στο ασανσέρ και βλέπω στον καθρέπτη τα μουτζουρωμένα μάτια μου γεμάτα δάκρυα. Ευτυχώς στο σπίτι όλοι κοιμούνται οπότε δε χρειάζεται να δίνω εξηγήσεις ούτε να κρύβομαι. Με γρήγορα βήματα κατευθύνομαι προς το δωμάτιο μου και ξαπλώνω στο κρεβάτι όπως είμαι. Ντυμένη και βαμμένη... σχεδόν. 
Λίγο πριν με πάρει στην αγκαλιά του ο Μορφέας, νιώθω την δικαίωση να μου χτυπάει την πόρτα. Επιτέλους έφυγες από τη ζωή  μου και ήμουν εγώ που σε έδιωξα. Σε έδιωξα για αυτό το βράδυ, για αυτό το μήνα, για πάντα; Δεν ξέρω. Ξέρω ότι πλέον δεν μπορείς να με επηρεάσεις ούτε να μου αλλάξεις γνώμη, όσα φιλιά κι αν μου δώσεις. Σε λατρεύω, αλλά αυτός ο καταραμένος καθρέπτης έχει γίνει θρύψαλλα και δεν κολλάει. Όσο και να προσπαθήσω να τον κολλήσω, πάντα βλέπω τις ρωγμές στην αντανάκλασή σου.
Δε μετανιώνω. Όχι ακόμα τουλάχιστον. Μπορεί να ήμουν παράφορα ερωτευμένη μαζί σου, αλλά την αξιοπρέπεια μου την είχα κάνει χαλί. Είχα ξεπεράσει τον εαυτό μου. 
Ελπίζω να είχα δίκιο σε όσα είπα και να μην είμαι σημαντική για 'σένα. Ακόμα και τώρα δε θέλω σε καμία περίπτωση να πληγωθείς. Θέλω να ξαπλώσεις και να σκέφτεσαι τη μορφή μου χαμογελαστή, σαν μια ωραία ανάμνηση. Έτσι θα σε σκέφτομαι και εγώ.


Και που ξέρεις, μπορεί κάποτε να συναντηθούμε σε κανένα πάρτυ γενεθλίων. Όταν θα έρθεις σπίτι μου να πάρεις το γιο σου από το πάρτυ του συμμαθητή του. 
Τότε θέλω να θυμηθούμε τα καλά και τα ωραία.


Μέχρι τότε, καλά να περνάς.


_____________________________________________________________

ΜΕΓΑΛΟ ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ: Το παρακάτω κείμενο δεν πρόκειται για αληθινή ιστορία. Χρονολογικά τοποθετείται τον Αύγουστο που μας έρχεται. Πρόκειται για ένα όνειρο. Από αυτά τα όνειρα που βλέπουμε με τα μάτια ανοιχτά. Υπάρχουν πραγματικά γεγονότα μέσα και τα άτομα που αναφέρονται είναι αληθινά. Απλά πολλά από αυτά που αναφέρονται δεν έχουν συμβεί, δε συμβαίνουν και δε θα συμβούν ποτέ.

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Τι πανέμορφη ιστορία!με έκανες να κλάψω!

Unknown είπε...

Χαίρομαι πολύ που σου άρεσε!!